«H ευρωζώνη αλλά και η ΕΕ μοιάζουν όλο και περισσότερο ως ένα γερμανικό φέουδο με τις περισσότερες χώρες – μέλη “δουλοπάροικους”, στις οποίες δεν υπάρχουν ελευθερία, δημοκρατία και κυριαρχικά δικαιώματα» δήλωσε ο Γραμματέας του Πολιτικού Συμβουλίου της Λαϊκής Ενότητας, Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο οποίο αναχώρησε την Κυριακή για το Στρασβούργο, μαζί με τον ευρωβουλευτή της ΛΑ.Ε. Νίκο Χουντή, για να παραστεί σε εκδήλωση που διοργανώνουν τα κόμματα, «Μπλόκο της Αριστεράς» (Πορτογαλία), Podemos (Ισπανία), «Ανυπότακτη Γαλλία» (Μελανσόν) και ευρωβουλευτές της Αριστεράς, κατά την οποία θα συζητηθούν η νέα κατάσταση στην Ευρώπη και οι προκλήσεις στις αριστερές δυνάμεις ενόψει και των ευρωεκλογών του 2019.
Ο Παν. Λαφαζάνης θα συναντηθεί στο Στρασβούργο με την πρόεδρο της Ευρωομάδας της Αριστεράς Γκάμπι Τσίμερ, με εκπροσώπους πολλών αριστερών κομμάτων και θα μιλήσει στην προγραμματισμένη εκδήλωση – συζήτηση για την Ευρώπη και ένα νέο ευρωπαϊκό μέλλον.
Ο κ. Λαφαζάνης υπογράμμισε, επίσης, ότι «η Ελλάδα εντός της ευρωζώνης έχει μετατραπεί σε ένα είδος ιδιόμορφης αποικίας, η οποία κατά ένα περίεργο τρόπο θα αντιμετωπίσει ακόμα πιο εξουθενωτικά μέτρα στην λεγόμενη “μεταμνημονιακή” περίοδο, την οποία σχεδιάζουν οι Βρυξέλλες, το Βερολίνο και τα πολιτικο-οικονομικά κέντρα εξουσίας στην Αθήνα.
«Η λεγόμενη “μεταμνημονιακή” περίοδος επιτροπείας και κηδεμονίας» θα δώσει την τελική και χαριστική βολή στην Ελλάδα, την ελληνική οικονομία και κοινωνία και κυρίως την ελληνική νεολαία η οποία ήδη μαζικά προσφυγοποιείται» ανέφερε στη δήλωσή του.
Τέλος, επεσήμανε ότι «η Ελλάδα σήμερα περισσότερο από ποτέ έχει ανάγκη από μια ριζοσπαστική δημοκρατική ανατροπή που θα αναζωογονήσει, θα επανεκκινήσει και θα μετασχηματίσει την οικονομία και την κοινωνία στη βάση της κοινωνικής ιδιοποίησης του δημόσιου πλούτου και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, της κοινωνικοποίησης των τραπεζών, του κουρέματος και της “σεισάχθειας” δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, της στήριξης μισθών, συντάξεων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, της εφαρμογής μιας εθνικής νομισματικής πολιτικής και ικανής ευνοϊκής ρευστότητας στο δημόσιο και στην οικονομία».
ΑΠΕ-ΜΠΕ