Αναγνώστες του candiadoc “καταθέτει” τις σκέψεις-απορίες του σχετικά με την ιδιωτικοποίηση-κατάχρηση των παραλιών μας και την θέση της κοινωνίας πάνω σε αυτό το θέμα. Διαβάστε το σχετικό μήνυμα:
“Κάποτε στο Δήμο Χερσονήσου, υπήρχε μια παραθαλάσσια περιοχή, που την έλεγαν ΔΡΑΠΑΝΟ. Υπήρχε μια βραχώδης παραλία, με μήκος περίπου 1.500 μ. Αποτελούσε ένα υδροβιότοπο, όπου έβρισκαν “κατοικία” πολλά θαλάσσια είδη. Υπήρχαν εκεί χταπόδια, σμέρνες, γύλοι, σπάροι, σκάροι, καβούρια κ.λ.π. Επίσης υπήρχαν και παραθαλάσσια φυτά, ανεμώνες, σταμναγκάθι κ.λ.π.
Το ανατολικό τμήμα της βραχώδους παραλίας, πριν από κάμποσα χρόνια καταπατήθηκε και αλλοιώθηκε από παρακείμενο ξενοδοχείο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της κτηματικής υπηρεσίας έχουν καταπατηθεί 9,0 περίπου στρέμματα του δημοσίου.
Κατασκευάστηκαν αυθαίρετα και δυο “ιδιωτικά” λιμάνια, με μόλους και λιμενοβραχίονες, τα οποία τελικά εντάχτηκαν στους τουριστικούς λιμένες.
Εκεί υπήρχε και μια αρχαία δεξαμενή (ρωμαϊκή, στέρνα τη λέγαμε εμείς) που εξαφανίστηκε. Επίσης καταπατήθηκε και εξαφανίστηκε και μονοπάτι που οδηγούσε από τον παρακείμενο οικισμό Σταλίδας στη Χερσόνησο. Χτίστηκε τοίχος, μπήκε πόρτα με λουκέτο, και απαγορεύτηκε η χρήση του στους ντόπιους.
Δυστυχώς, κανείς μας δεν μίλησε τότε. Μια φωτογραφία είχε δημοσιευθεί στην τότε εφημερίδα του Ηρακλείου ΤΟΛΜΗ, από την κατασκευή του δεύτερου λιμενοβραχίωνα. Φαινόταν ο γερανός που τοποθετούσε τους ογκόλιθους για την κατασκευή του έργου.
Αλλά οι “ευεργέτες” της περιοχής δεν συγκινήθηκαν καθόλου. Συνέχισαν το έργο τους και ο λιμενοβραχίονας αποπερατώθηκε.
Σήμερο, δυτικά από το πρώτο ξενοδοχείο, ανεγείρεται και δεύτερο. Δεν έφθανε όμως το οικολογικό έγκλημα της πρώτης καταπάτησης. Ήλθε και δεύτερο. Η όρεξη όταν ανοίξει δεν σταματά εύκολα. Ή τρώγοντας, έρχεται η όρεξη, όπως λέει και ο λαός.
Γιατί να μη κάνομε όλη την παραλία ιδιωτική? Ποιός μας εμποδίζει? Αφού την πρώτη φορά δεν μας ενόχλησαν, γιατί να μας ενοχλήσουν τώρα. Έχουν λόγο? Κι ύστερα ποιός τολμά να τα βάλει μαζί μας? Εμείς είμαστε το κράτος, εμείς είμαστε ο νόμος, εμείς αποφασίζομε. Δεν υπάρχει τίποτα πάνω από εμάς.
Με το σκεπτικό αυτό κατάλαβαν και το υπόλοιπο τμήμα της βραχώδους παραλίας, μπροστά από το ανεγειρόμενο ξενοδοχείο τoυς. Μπάζωσαν τα βράχια, μπάζωσαν τη θάλασσα και δημιούργησαν μια νέα κατάσταση, ένα καινούργιο status quo, μια καινούργια αμμώδη παραλία, «ιδιοκτησίας» τους.
Κι όχι μόνο αυτό. Κατασκεύασαν με ογκόλιθους και «οχυρωματικό έργο», τοίχο ύψους 2-3 μέτρων, που απλώνεται και μέσα στη θάλασσα και δεν επιτρέπουν την πρόσβαση προς την “ιδιωτική” πλέον παραλία.
Λίγο δυτικότερα από το παραπάνω ξενοδοχείο (ανάμεσα στα δυο μεσολαβεί μια μικρότερη ιδιοκτησία) έχει κτισθεί άλλο. Κι εκεί υπήρχαν βράχια, σε πλάτος 15 μ περίπου, τα οποία σήμερο, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έχουν εξαφανισθεί. Ο χώρος σήμερα έχει το χαρακτήρα ιδιωτικής έκτασης. Πάνω της έχουν μπει καρέκλες και ομπρέλες θαλάσσης, προφανώς για χρήση από τους πελάτες του ξενοδοχείου.
Μάλιστα δυτικά του χώρου του ξενοδοχείου, έχει τοποθετηθεί συρματόπλεγμα και απαγορευτική πινακίδα, που λέει: “ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ ΕΙΔΙΚΗ ΑΔΕΙΑ”.
Υπάρχει «ΑΒΑΤΟΝ», όνομα και πράγμα. Εφαρμογή του Αγιορήτικου θεσμού του «άβατου», κυριολεχτικά.
Γιατί λοιπόν μιλούμε για ξένους εχθρούς που επιβουλεύονται τα νησιά μας, που θέλουν να μας τα πάρουν, και δεν μιλούμε για τους ντόπιους κατακτητές, που χωρίς φραγμούς, χωρίς “τσίπα” καταπατούν τους κοινόχρηστους δημόσιους χώρους μετατρέποντας τους σε ιδιωτικούς?
Δεν έχομε ανάγκη από ξένους κατακτητές. Τούς έχομε εδώ, δίπλα μας, στην πόρτα μας, που χωρίς πόλεμο, χωρίς να πέσει τουφεκιά, κατακτούν, καταπατούν και παίρνουν τον τόπο μας και μας αποστερούν από τη χρήση της δημόσιας γης.
Και είναι ειρωνεία, που μερικές φορές, πολλοί, αυτούς τους θεωρούν ευεργέτες, και μπορεί να δώσουν και το όνομα τους σε κανένα δρόμο ή κάποια πλατεία.
Στις φωτογραφίες που συνοδεύουν την παρούσα διαμαρτυρία μας, φαίνεται πως ήταν η κατάσταση και πώς διαμορφώθηκε με τις παρεμβάσεις. Καμιά σχέση ανάμεσα στο χθες και το σήμερα.
Σαν απλοί πολίτες αυτού του δύσμοιρου τόπου αναρωτιόμαστε αν υπάρχει κράτος. Αν υπάρχουν αρχές. ‘Ολα έχουν ισοπεδωθεί?
Δεν παραγνωρίζομε την δική μας ευθύνη, την ευθύνη του πολίτη. Τολμά όμως ένας απλός πολίτης να τα βάλει μαζί τους?
Κι αν αυτά τα έκανε ένας απλός πολίτης θα είχε την ίδια αντιμετώπιση από την πολιτεία?
Δεν έχομε πρόβλημα με την επιχειρηματική δραστηριότητα κανενός. Το πρόβλημα μας είναι ότι γνωρίσαμε και ζήσαμε σ΄ ένα τόπο, που αυτή η επιχειρηματική δραστηριότητα δεν τον σέβεται. Και δεν σέβεται κι εμάς που ζούμε σ αυτόν. Μας προσβάλλει βάναυσα. Όταν όλα αλλοιωθούν σε τι κόσμο θα ζήσουν οι επόμενες γενιές?”