του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Η αδιαμφισβήτητη λήξη της υφιστάμενης Δανειακής Σύμβασης και του παρεπόμενου με αυτήν Μνημονίου, εγείρει ζητήματα αντιπαράθεσης, σε επίπεδο άκρως αντίθετου πολιτικού λόγου, πράγμα που εμπίπτει στα πλαίσια άκρατου λαϊκισμού. Ο ακραίος αυτός πολιτικός λόγος επενδύει πρωτίστως στην άγνοια της κοινής γνώμης επί «τεχνικών ζητημάτων», και έτσι ευρίσκει έδαφος δημαγωγίας. Το παρόν κείμενο αποσκοπεί στο να παραθέσει με όσο γίνεται μεγαλύτερη αντικειμενικότητα την υπό διαμόρφωση κατάσταση.
- τα αντικειμενικά δεδομένα
Ασφαλώς, από τον προσεχή Αύγουστο και μετά, η Ελλάδα εξ αντικειμένου εισέρχεται σε μια νέα ιστορική φάση οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Πρόδηλο είναι δε, ότι το «πέρασμα» αυτό, δεν θα αφορά «πολιτικό Πάσχα των Ελλήνων», ώστε να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερων εορταστικών εκδηλώσεων «απελευθέρωσης». Οπωσδήποτε όμως υφίσταται «μετάβαση» που αφορά νέα ιστορική φάση από την «ομηρία και δουλεία των Μνημονίων» στην κανονικότητα, μιας «νέας εποχής». Ασφαλώς το «πέρασμα» αυτό θα πρέπει να αναδειχθεί, όχι όμως με υπέρβαση του «εορταστικού μέτρου». Η υπέρβαση του μέτρου μπορεί να εξελιχθεί σε αντίδραση.
- περί της δημοσιονομικής πειθαρχίας
Με το νομικό τερματισμό των ιδιαίτερων-ειδικών δανειακών δεσμεύσεων, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια εντελώς διαφορετική φάση. Η φάση αυτή αποτελείται από δύο δεδομένα, ήτοι: α) από τα δεδομένα που αφορούν στην ενωσιακή έννομη τάξη και β) από τα δεδομένα της ιδιαιτερότητας της «μεταδανειακής-μεταμνημονιακής εποχής».
Το «πέρασμα» αυτό στη νέα εποχή απαιτεί εξ αρχής αυτοσυγκράτηση μαξιμαλιστικών δηλώσεων από την πλευρά της κυβέρνησης, ενόψει μάλιστα και των εκλογών της Βαυαρίας του προσεχούς Οκτωβρίου. Τα δεδομένα δε, που αφορούν στην ειδικότερη «μεταδανειακή-μεταμνημονιακή εποχή», ασφαλώς θα χαρακτηρίζονται από την «αναμενόμενη εποπτεία», η οποία θα στηρίζεται στους νομικούς-καταστατικούς όρους του ESM και του ΔΝΤ και εν πολλοίς θα αφορά μια ανάλογη προσομοίωση με αυτή που υπήρξε και σε άλλες χώρες του ευρωσυστήματος οι οποίες, στο πρόσφατο παρελθόν, εξήλθαν από τα επαχθή προγράμματα. Η υπέρβαση του μέτρου από πλευράς αντιπολίτευσης, με τον ισχυρισμό ότι αυτή η «αναμενόμενη εποπτεία» εγκαθιστά επιτήρηση «τύπου» δανειακών-μνημονιακών καταστάσεων, δεν είναι αληθής.
- …ακόμη και η Γαλλία και η Γερμανία
Όπως προεκτέθηκε, το «πέρασμα του Αυγούστου» στη νέα εποχή, έχει και την παράμετρο-τα δεδομένα που αφορούν στην ενωσιακή έννομη τάξη, και ειδικότερα στα όσα αφορούν στη δημοσιονομική πειθαρχία. Έτσι, ο μαξιμαλιστικός λόγος που αντιπολιτεύεται τις αντικειμενικές συνθήκες εξόδου στη νέα εποχή, επενδύει στην άγνοια (όπως προεκτέθηκε) της κοινής γνώμης, ότι ακόμη και οι Μητροπολιτικές Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, κατά το παρελθόν, βρέθηκαν σε δυσχερή θέση λόγω υπέρβασης των προβλεπομένων ορίων δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στις 25/11/2003 το Συμβούλιο με τη μορφή των «τελικών συμπερασμάτων» (δεν αφορά νομικώς δεσμευτικό κείμενο), επειδή θεώρησε «λήξασα» τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος παρά που και οι δύο χώρες (Γαλλία και Γερμανία) δεσμεύθηκαν ότι θα λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να συμμορφωθούν με τα προβλεπόμενα κριτήρια, παρά ταύτα, υπήρξε αντιδικία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ΔΕΚ υπ. C-27/04 [Επ./Συμβ.] Syll. 2004, I-6649). Και υπήρξε αντιδικία γιατί η Επιτροπή θεώρησε ότι εξακολουθούσε να υπάρχει υπέρβαση των δημοσιονομικών κριτηρίων!
Τα προαναφερόμενα καταγράφονται ενταύθα για να καταδεχθεί πως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και εάν αφορά στη Γαλλία και στη Γερμανία, μπορεί να οδηγηθεί μέχρι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ζητήματα που αφορούν στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Ως εκ τούτου ο προβλεπόμενος από τα Ενωσιακά Όργανα έλεγχος επί της ελληνικής οικονομίας δεν θα αποτελεί «ιδιαιτερότητα» που θα αφορά μόνο στην Ελλάδα. Δεν είναι δε επιτρεπτό η κοινή γνώμη, που αγνοεί βασικά ζητήματα του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, να παραπλανάται αναφορικώς με τις πάγιες δημοσιονομικές δεσμεύσεις.
Τούτων δοθέντων, το οποιοδήποτε (τυχόν) «επιχείρημα της κυβέρνησης» ότι «το «πέρασμα» από τον προσεχή Αύγουστο και μετά θα είναι ανέφελο, δεν μπορεί να έχει βάση. Αντιθέτως, απαιτούνται ειδικές διαπραγματεύσεις και επιμελής προσπάθεια για την αντιμετώπιση της νέας κανονικότητας. Από την πλευρά της δε η αντιπολίτευση (γενικώς) ως προς το αναμφισβήτητο «πέρασμα» στη νέα εποχή, ενώ αντικειμενικώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, εν τούτοις επιδιώκεται να ακυρωθεί με το επιχείρημα ότι: «τίποτα δεν αλλάζει».
Η επιχειρηματολογία αυτή (συνολικώς της αντιπολίτευσης) ότι κατ’ ουσίαν «τίποτα δεν αλλάζει» αφενός ακυρώνει τον πολιτικό της λόγο, καθόσον αντικειμενικώς δεν θα υφίσταται Δανειακή Σύμβαση και Μνημόνιο Συνεργασίας-Συνεννόησης, και αφετέρου αυτοπαγιδεύει τις εξαγγελίες της, καθόσον υπό καθεστώς επιτήρησης και κηδεμονίας, δεν μπορεί να πείσει ότι είναι δυνατόν να ασκηθούν αυτοδύναμες πολιτικές. Άλλωστε, επιχειρήματα του «τύπου» ότι: «εμάς εμπιστεύονται καλύτερα οι ξένοι-εταίροι», δεν μπορεί να μεταβολισθεί ευκόλως στο εκλογικό Σώμα, με δεδομένη τη θητεία της παρούσας κυβέρνησης.
- και οι εκλογές;
Ο γράφων είναι θιασώτης της εξάντλησης της τετραετούς βουλευτικής περιόδου (βλ. άρθρο 53 του Συντάγματος). Ωστόσο, ο συνταγματικός Νομοθέτης ίδρυσε πρόνοιες (βλ. παρ. 2 του άρθρου 41 του Συντάγματος), πρόωρης προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία. Οι πρόνοιες αυτές προϋποθέτουν πρόταση της κυβέρνησης (που εμπιστεύεται η Βουλή) για προκήρυξη εκλογών, με σκοπό την ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.
Η «διέξοδος» αυτή έχει χρησιμοποιηθεί στη μεταπολιτευτική περίοδο, αν και κανένα εθνικό θέμα (βλ. π.χ. Κυπριακό), που προκάλεσε την προσφυγή στο Λαό, σύμφωνα με την προαναφερόμενη συνταγματική πρόνοια, δεν αντιμετωπίσθηκε λυσιτελώς.
Από τον Αύγουστο του 2018 και μετά, μπορεί να τεθεί θέμα «νομιμοποίησης», των πολιτικών που θα πρέπει να ασκηθούν ενόψει του «περάσματος στη νέα εποχή». Εάν η κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός δηλαδή Αλέξης Τσίπρας, κρίνει ότι έχει ανάγκη ανανέωσης της λαϊκής εντολής, μπορεί να αξιοποιήσει την επίμονη θέση της αντιπολίτευσης και την προαναφερόμενη συνταγματική πρόνοια και να ζητήσει προσφυγή στο Λαό. Η εκτίμηση αυτή αφορά προνομία του Πρωθυπουργού η οποία υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος έχει δεσμία αρμοδιότητα να την αποδεχθεί. Στην περίπτωση αυτή το εκλογικό Σώμα θα κληθεί να τοποθετηθεί. Το ζήτημα είναι «ποιός» θα είναι ο νικητής των εκλογών.
Ο γράφων υποστηρίζει ότι νικητής των εκλογών θα είναι εκείνος που θα καταθέσει την απόλυτη αλήθεια στο Λαό, που θα εξηγήσει τις αντικειμενικές συνθήκες και που θα αποφύγει μαξιμαλιστικές πολιτικές, πολλώ δε μάλλον υπερθεματίζοντας σε ζητήματα που η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται πλέον ότι είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Κοντολογίς (χωρίς να θέλω να ασκώ ιδιαίτερη κριτική) 600.000 νέες θέσεις εργασίας σε «καθεστώς ανένδοτης εποπτείας» (εφόσον «τίποτα δεν αλλάζει»), και δημοσιονομικής πειθαρχίας (κατά τους ενωσιακούς κανόνες), πολύ δύσκολα μπορεί να προκύψουν…
——————————————–
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).