Του Δημήτρη Σεβαστάκη
Στα παιδικά μου χρόνια οι άνθρωποι έπιναν πολύ κι έτρωγαν ελάχιστα. Η σκληρή χειρωνακτική εργασία βοηθούσε στον μεταβολισμό των απέραντων ποσοτήτων αλκοόλ. Εργασία στα χωράφια με τσάπα ή μικρά γερμανικά σκαπτικά agria, εργασία στα λιμάνια στη φόρτωση των πλοίων, στα ψαράδικα, αφού η συλλογή των διχτυών γίνονταν χωρίς μηχανήματα, εργασία στις οικοδομές, όπου ακόμα και η τσιμεντένια πλάκα ριχνόταν με τενεκέδες στους ώμους, εργασία στα βυρσοδεψεία, στα δάση όπου η υλοτόμηση γίνονταν με τσεκούρια, σιγάτσες και «καρμανιόλες».
Οι άνθρωποι ήταν αδύνατοι, μελαψοί απ’ τον ήλιο, δούλευαν από τα χαράματα μέχρι τη νύχτα. Έτρωγαν το μεσημέρι στη δουλειά το λίγο φαγητό μέσα απ’ το τσίγκινο δοχείο. Φυσικά, τρεχούμενο νερό υπήρχε μόνο στις πόλεις. Σ’ αυτές τις πρωτόγονες συνθήκες οι γυναίκες δούλευαν ακόμα σκληρότερα. Είχαν την υποδουλωτική ευθύνη του σπιτιού -όλα στο χέρι, πλύσιμο ρούχων, μαγείρεμα, πιάτα κ.λπ.-, είχαν και τις υποχρεώσεις στα χωράφια. Τα χέρια των γυναικών ήταν ανοιγμένα, πληγιασμένα από τις χλωρίνες και τα παγωμένα νερά. Των αντρών από τους ρόζους και τα κοψίματα.
Αυτή η δύσκολη πραγματικότητα είχε λίγα μικρά διαλείμματα. Κάποιο πανηγύρι και τις μεγάλες γιορτές που οι γυναίκες πάλι τις πέρναγαν δουλεύοντας. Στις γιορτές, οι άντρες ήταν καλοσιδερωμένοι μέσα στα καλά τους ρούχα, κάπνιζαν τσιγάρα «Έθνος, εξαιρετικά», με τα μαύρα γυαλισμένα παπούτσια άλλαζαν τις ταχύτητες στα κόκκινα Ζουντάπ. Οι γυναίκες, καμιά φορά παχουλές, με τραβηγμένα μαλλιά και χτενάκια, εκκλησιάζονταν απέραντα. Ήταν μια μορφή ψυχαγωγίας ο εκκλησιασμός. Η γιορτή πάντα εξελισσόταν σε μια μορφή φτωχού συμποσίου. Με συγκρατημένους χορούς και ερωτικές ματιές στη ζούλα. Αυτά που συνοδεύουν τη γιορτή ήταν ακριβώς αυτά που την ουσιώνουν. Γιατί η γιορτή είναι μια μορφή εξέγερσης κατά της ανίας, υπέρ της ηδονής και της κατάργησης των τύψεων.
Αυτός ο παλιός κόσμος της αισιόδοξης αθλιότητας διαφεύγει απολύτως. Απολύει σιγά – σιγά όλες τις αντιφάσεις που τον συγκρότησαν, όλες τις πολιτικές τερατωδίες που τον έχτισαν. Η Ανάσταση στην πατρίδα μας είναι ισχυρότερη εννοιολογική μεταφορά από τη Γέννηση. Πιθανόν γιατί στη Ελλάδα το βίωμα του τέλους, της συντριβής, της πολιορκίας, της καταστροφής, του ατέλειωτου κάματου είναι πιο συχνό, πιο κραταιό, επομένως οι αφηγηματικές, μεταφορικές, παραβολικές κατασκευές προσαρμόζονται στο συλλογικό βίωμα.
Ο λαός, για να ιστορηθεί το συλλογικό βίωμα, δεν χρειάζεται τη γέννηση, την έναρξη, αλλά κυρίως την αναγέννηση, την Ανάσταση. Χρειάζεται αυτή την πρόθεση «ανά» που αλλάζει τις ποιότητες του χρόνου και τα μέσα αντοχής. Ο Κουρμπέ, ο Μιλέ, ο Βαν Γκογκ κ.ά. ζωγράφισαν αυτό τον κόσμο των καταφρονεμένων. Η ευρωπαϊκή ζωγραφική ανέλαβε την εξιστόρηση αυτού του χθαμαλού έπους. Γιατί στη ζωγραφική το ζήτημα της δικαιοσύνης είναι λυμένο. Η εικόνα δεν διαρκεί όσο η ύλη της. Η ζωγραφιά, το ποίημα, ζουν και έξω από το χειρόγραφο του δημιουργού. Υπάρχει μια πολύπλευρη μνήμη μέσα από τις ποικίλες αφηγηματικές εμπειρίες. Ο θρύλος, η γλώσσα των γονιών, η γλώσσα των συνάψεων, οι τέχνες των εθνών συνθέτουν ένα είδος διάρκειας. Η ζωγραφική, η τέχνη είναι δεσμευμένη, ακραιφνής. Δεν περνάει πάνω από τον πόνο, αλλά είναι η ίδια πόνος.
Στο Πάσχα επιτελείται το ανακεφαλαιωτικό διάβημα. Ξαναβρίσκει κανείς τα μέτρα μιας απέραντης και αποσιωποιημένης ταπείνωσης. Βρίσκει τον χρυσό αυτών των ασήμαντων ανθρώπων που θεμελίωσαν. Αυτούς ακριβώς που σπάνε πέτρες και που συγκίνησαν τον Κουρμπέ.
Πηγή: Η Αυγή