Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921 και πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011. Είναι το πέμπτο από τα εννέα παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού, και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας του καταγόταν από την Χίο, ενώ η μητέρα του προερχόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης.
Ήδη από μαθητής στο δημοτικό σχολείο ο μικρός Ιάκωβος διακρίνεται για την κλίση του στη λογοτεχνία. Μετά τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, όπου έχει συμμαθητή τον Μανόλη Γλέζο, έντονα βιοποριστικά προβλήματα αναγκάζουν την οικογένεια να μεταφερθεί στην Αθήνα. Εγκαθίστανται στο Μεταξουργείο. Tην ημέρα εργάζεται και το βράδυ σπουδάζει σχεδιαστής τεχνικού σχεδίου στη νυχτερινή Σιβιτανίδειο Σχολή.
Την ίδια εποχή, στην περιοχή που έμενε, στο Μεταξουργείο, γνωρίζεται με συνομηλίκους του που έχουν κοινές λογοτεχνικές ανησυχίες όπως οι: Τάσος Λειβαδίτης, Κώστας και Αλέξανδρος Κοτζιάς, Δημήτρης Χριστοδούλου και Ρένος Αποστολίδης. Παράλληλα, εμπλουτίζει τις γνώσεις του με αναγνώσεις βιβλίων, κυρίως λογοτεχνίας και ιστορίας, που του αποκαλύπτουν την ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και τα μυστικά της γραφής.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σχεδιάζει μαζί μ’ ένα φίλο του να καταφύγουν στη Μέση Ανατολή. Επειδή το χρηματικό ποσό που χρειάζονταν ήταν υπέρογκο, αποφασίζουν να περάσουν στην Ελβετία μέσω Αυστρίας. Στην διαδρομή από Βιέννη προς Ελβετία σε έναν έλεγχο συλλαμβάνονται στο Ίνσμπρουκ. Ο Καμπανέλλης μεταφέρεται στην Βιέννη για ανάκριση και καταλήγει στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως Μαουτχάουζεν.
Εκεί θα παραμείνει ως τις 5 Μαΐου 1945, όταν το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τον αμερικανικό στρατό. Οι συγκρατούμενοι του, χίλιοι εκατό Έλληνες και Ελληνοεβραίοι, τον εκλέγουν αντιπρόσωπο τους στη Διεθνή επιτροπή που φροντίζει για την ανάρρωση και την επιστροφή τους στην πατρίδα.
Στην Αθήνα, που έχει απελευθερωθεί από τον γερμανικό ζυγό αλλά μαστίζεται από έντονες πολιτικές αναταραχές, μια παράσταση που βλέπει τυχαία στο Θέατρο Τέχνης, τον μαγεύει και τον οδηγεί να στραφεί στο θέατρο. Στερούμενος όμως των τυπικών προσόντων (απολυτήριο γυμνασίου), δεν μπορεί να φοιτήσει ως ηθοποιός στις δραματικές σχολές και αφιερώνεται στη συγγραφή θεατρικών έργων.
Πρώτο του έργο το: Άνθρωποι και ημέρες (1945), που παραμένει ανέκδοτο. Με το Χορός πάνω στα στάχυα (1950), που ανεβαίνει από τον θίασο του Αδάμ. Λεμού, εγκαινιάζει τη μακριά πορεία του στη νεοελληνική σκηνή. Ακολουθούν: Ο κρυφός ήλιος, Ο μπαμπάς ο πόλεμος, Οδυσσέα γύρισε σπίτι, και τα μονόπρακτα: Η οδός, Ο γορίλας και η ορτανσία κ. ά., που θα παιχτούν πολύ αργότερα.
Η γνωριμία του με την τότε νεοεμφανιζόμενη ηθοποιό, Μελίνα Μερκούρη, του εμπνέει το θεατρικό Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια. Η πετυχημένη μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Μιχ. Κακογιάννη, ματαιώνει την προγραμματισμένη παράσταση. Η προβολή της ταινίας Στέλλα σε ξένα φεστιβάλ κινηματογράφου επιβάλλει αμέσως τους συντελεστές της διεθνώς. Ακολουθεί η συνεργασία του με τον Ν. Κούνδουρο στο σενάριο Ο Δράκος (1955), που θεωρείται ταινία – σταθμός στην ιστορία του νεοελληνικού κινηματογράφου και της παγκόσμιας ταινιοθήκης.
Η αναγνώριση ως θεατρικού συγγραφέα έρχεται με το έργο Έβδομη μέρα της Δημιουργίας (1956), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο και αγκαλιάζεται από κοινό και κριτικούς.
Το μονόπρακτο Αυτός και το πανταλόνι του (1957), παίχτηκε με τρία άλλα, ξένων συγγραφέων σ’ ένα ρεσιτάλ υποκριτικής του Β. Διαμαντόπουλου.
Η αυλή των θαυμάτων (1957), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Κουν στο Θέατρο Τέχνης, με σκηνικά Γ. Τσαρούχη και μουσική Μ. Χατζιδάκι, μετά τη θερμή υποδοχή του από το κοινό, θεωρείται καλλιτεχνικό γεγονός και καθιερώνει τον Καμπανέλλη ως αναμορφωτή της νεοελληνικής δραματουργίας. Η απήχηση της παράστασης οδηγεί στην ανανέωση της συνεργασίας του με τον Κουν και την επόμενη σεζόν.
Το έργο Η ηλικία της νύχτας (1959) ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Κουν στο Θέατρο Τέχνης, χωρίς όμως την αναμενόμενη ανταπόκριση από το κοινό. Με την παράσταση Παραμύθι χωρίς όνομα (1959), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Π. Δέλτα, που ο Καμπανέλλης γνώριζε από παιδί, πειραματίζεται σε νέους τρόπους έκφρασης. Η σκηνική αυτή αλληγορία, που ανεβαίνει από το θίασο του Β. Διαμαντόπουλου και της Μαρ. Αλκαίου, παρά τους εξαιρετικούς συντελεστές της και τη συμβολή του Μ. Χατζιδάκι στη μουσική, δε γίνεται δεκτή και σύντομα κατεβαίνει.
Ωστόσο, τα έργα Η αυλή των θαυμάτων και Παραμύθι χωρίς όνομα, θα αναδειχθούν στη συνέχεια ως τα δύο πιο αγαπητά και πολυπαιγμένα θεατρικά του.
Η αντιμετώπιση αυτών των έργων και το έντονο ασταθές πολιτικό κλίμα της ταραγμένης δεκαετίας του ’60, προβληματίζει τον Καμπανέλλη που βρίσκεται σε μια κρίσιμη περίοδο καμπής και αναθεωρήσεων των εκφραστικών του μέσων. Αποφασίζει να επισκεφθεί το Λονδίνο, όπου θα μείνει εκεί (1960 – 1963) για να ενημερωθεί για τις νέες καλλιτεχνικές και θεατρικές τάσεις. Καρπός αυτής της εμπειρίας είναι το έργο Η γειτονιά των αγγέλων (1963), που ανεβαίνει μόλις έρχεται στην Ελλάδα από το θίασο Τζ. Καρέζη, με μουσική Μ. Θεοδωράκη, παρουσιάζοντας ένα νέο σκηνικό λόγο εν είδει λαϊκής όπερας.
Η εμπειρία του στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως που τον απασχολούσε πολλά χρόνια πριν, αποτυπώνεται στο χρονικό του, Μαουτχάουζεν. Μια μαρτυρία που κυκλοφορεί αρχικά από τις εκδόσεις Θεμέλιο (1961) και εν συνεχεία από τις εκδόσεις Κέδρος, γίνεται αμέσως εκδοτική επιτυχία και με τις συνεχείς επανεκδόσεις μέχρι σήμερα, αναδεικνύεται ως επίτευγμα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Η απήχηση του βιβλίου παρακινεί τον Καμπανέλλη να γράψει τους στίχους των 4 τραγουδιών του ομώνυμου κύκλου, που μελοποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης και παρουσιάζονται με μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό έως σήμερα.
Η επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, αναστέλλει την καλλιτεχνική δραστηριότητα της χώρας, και, όπως όλοι οι συγγραφείς, αποφασίζει και ο Καμπανέλλης να σιωπήσει. Διακόπτει τη σιωπή του με το έργο Αποικία των τιμωρημένων (1972), μια διασκευή για θέατρο του διηγήματος του Κάφκα, που ανεβαίνει στην Πειραματική Σκηνή της Πόλης της Μαρ. Ριάλδη, και το έργο Το μεγάλο μας τσίρκο (1973), που ανεβάζει ο θίασος Καρέζη – Καζάκος, με μουσική Στ. Ξαρχάκου και εξελίσσεται σε αντιδικτατορική εκδήλωση. Το κουκί και το ρεβύθι (1974) και Ο εχθρός λαός (1975), που ανέβηκαν από τον ίδιο θίασο και ανήγαγαν τον Καμπανέλλη σε σύμβολο αντίστασης κάθε μορφής φασισμού.
Με το έργο Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα (1976), που διαρθρώνεται σε τέσσερα μονόπρακτα: Ο πιστός άνθρωπος, Ο πανηγυρικός, Ο άνθρωπος και το κάδρο και Η γυναίκα και το Λάθος, και ανέβηκαν σε σκηνοθεσία Κ. Κουν, ο Καμπανέλλης τελειοποιεί τη γραφή και το ύφος που είχε εγκαινιάσει με το μονόπρακτο Αυτός και το πανταλόνι του.
Το 1978 ξεκινά η έκδοση των Απάντων του με τον τίτλο “Θέατρο”, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος. Στη σειρά αυτή έχουν εκδοθεί οι 9 πρώτοι τόμοι (Α – Θ), όπου το θεατρικό κείμενο συνοδεύουν φωτογραφικό υλικό και μικρό ανθολόγιο κριτικών των πρώτων παραστάσεων τους. Ο Κ. Κουν ανεβάζει Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού (1978) που παίζεται με επιτυχία στο Θέατρο Τέχνης. Το δρόμο προς τη σκηνή παίρνει και το έργο του Ο μπαμπάς ο πόλεμος, έργο του 1952, που παίζεται σε σκηνοθεσία Γ. Λαζάνη στο Θέατρο Τέχνης το 1980.
Το 1981 του ανατίθεται η Διεύθυνση Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1987, γεγονός που θα αναστείλει τις δραστηριότητες του στο θέατρο. Το 1987 μετατίθεται στην αντιπροεδρία της ΕΡΤ, θέση από την οποία αποχωρεί τον επόμενο χρόνο. Μετά από 8 χρόνια απουσίας ο Καμπανέλλης επιχειρεί δυναμική επιστροφή στη σκηνή με το έργο Ο Αόρατος θίασος (1989), που παίζεται σε σκηνοθεσία Γ. Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο.
Ο προβληματισμός του για τις σύγχρονες σχέσεις στη φθίνουσα μικροαστική κοινωνία της εποχής και οι προκλήσεις τυχοδιωκτισμού και διαφθοράς, εκφράζονται στο έργο Ο δρόμος περνά από μέσα (1991), που ανεβαίνει στο Πειραματικό Θέατρο της Πόλης της Μαρ. Ριάλδη σε δική του σκηνοθεσία. Η σύγκρουση του ατόμου με την πραγματικότητα εντοπίζονται στα μονόπρακτα Ο Επικήδειος (1997) και Ο Πανηγυρικός (1972), που αν και γραμμένα παλαιότερα, τώρα αρχίζουν να ερμηνεύονται στη σκηνή. Με την τριλογία Ο Δείπνος (Γράμμα στον Ορέστη, Ο Δείπνος, Πάροδος Θηβών) (1993), που ανεβαίνει σε δική του σκηνοθεσία στο Εθνικό Θέατρο, συνομιλεί με Έλληνες και ξένους συγγραφείς του παγκόσμιου θεάτρου που έγραψαν έργα βασισμένα σε θέματα και μορφές της αρχαίας τραγωδίας. Διανοίγει από δω έναν νέο κύκλο έργων του, πειραματικού χαρακτήρα, που αποκαλεί «Σπουδές και Απόπειρες».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το έργο Στη Χώρα Ιψεν, όπου ο Καμπανέλλης δίνει μια νέα ερμηνεία του έργου του Ίψεν Βρυκόλακες και έχει θερμή υποδοχή στο Διεθνές Φεστιβάλ Ίψεν στο Όσλο.
Τα επόμενα έργα: Η τελευταία πράξη, Μια συνάντηση κάπου αλλού, Μια Κωμωδία, Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά, διευρύνουν και συμπληρώνουν τη θεατρική του προσφορά. Το τελευταίο είναι μια ενδελεχής μελέτη ηρώων, συνομηλίκων του συγγραφέα, με ανησυχίες και αγωνίες για τη φθορά του σώματος, συνδεδεμένες με υπαρξιακά ερωτήματα.
Ο Καμπανέλλης, εκτός από θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, υπήρξε και στιχουργός. Έγραψε τραγούδια, που η μελοποίηση τους με τη μουσική των Μ. Χατζιδάκι, Μ. Θεοδωράκη, Στ. Ξαρχάκου, συνέβαλαν στην εξέλιξη του νεοελληνικού τραγουδιού, έγιναν επιτυχίες και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα.
Εξίσου γόνιμη ήταν και η συμβολή του στον νεοελληνικό κινηματογράφο ως σεναριογράφου (Ν. Κούνδουρου Ο Δράκος (1956), Γρ. Γρηγορίου Η αρπαγή της Περσεφόνης (1956), Το Αμαξάκι (1957) και Τα Κορίτσια στον Ήλιο (1968)) αλλά ενίοτε και ως σκηνοθέτη σε δικές του ταινίες όπως Η Χιονάτη και τα εφτά γεροντοπαλίκαρα (1960) και Το κανόνι και τ’ αηδόνι (1968).
Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του αφιέρωσε επίσης στο Ραδιόφωνο με πλήθος εκπομπών ως συγγραφέας και παραγωγός με πρωτότυπα θέματα ή διασκευές λογοτεχνικών – θεατρικών έργων.
Ως αρθρογράφος, δοκιμιογράφος και αφηγητής, συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Ελευθερία» (1963-1965), «Ανένδοτος» (1965-1966) και «Τα Νέα» (1975).
Το 1999 συνέβαλε στην κίνηση αποκέντρωσης της καλλιτεχνικής αγωγής, υποστηρίζοντας την ιδέα του ηθοποιού Δημήτρη Παπαγιάννη και του Λάμπρου Μίχου, Δημάρχου Δήμου Αγίας Βαρβάρας, για την ίδρυση της πρώτης Δημοτικής Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης.
Από το 2003 έως το 2007 διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Εφήβων, διαδεχόμενος τον Αντώνη Σαμαράκη.
Για την όλη προσφορά του ως συγγραφέα αλλά και ως ευαισθητοποιημένου πολίτη, τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις και αναγορεύθηκε επίτιμος δημότης πολλών πόλεων. Εκλέχτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κύπρου (1996), της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ (1999) και του τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1999). Εξελέγη παμψηφεί και αναγορεύθηκε Ακαδημαϊκός (1999), εγκαινιάζοντας την έδρα του Θεάτρου στην Ακαδημία Αθηνών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.
Πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011, λίγο μετά την εκδημία της γυναίκας του.
Ο Καμπανέλλης συνετέλεσε ώστε το νεοελληνικό θέατρο να βγει από την απομόνωση που βρισκόταν και το οδήγησε από την ηθογραφία και την επιθεώρηση, στον κοινωνικό ρεαλισμό, στον ποιητικό συμβολισμό, στη σάτιρα και στην αφαίρεση. Θεωρείται ο πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου και ο κύριος εκφραστής των καταστάσεων που βιώνει η κοινωνία μας το τελευταίο ήμισυ του 20ου αιώνα. Συνοδοιπόροι του είναι οι: Λ. Αναγνωστάκη, Δημ. Κεχαίδης. Γ. Σκούρτης, Μ. Ευθυμιάδης, Μ. Ποντίκας, Γ. Διαλεγμένος, Α. Πάνου, Β. Κατσικονούρης κ.ά. Μετά το θάνατο του δημιουργήθηκε το Αρχείο Καμπανέλλη, το site www.kambenellis.gr και το Θεατρικό Μουσείο Ιάκωβος Καμπανέλλης στη Νάξο.
Τα θεατρικά του έργα, που υπερβαίνουν τα 40, διδάχτηκαν και διδάσκονται από όλους σχεδόν τους νεοέλληνες σκηνοθέτες και έχουν παιχτεί από τις κρατικές σκηνές (Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ και διάφορα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) της Ελλάδας, της Κύπρου (Θ.Ο.Κ.), καθώς και από ιδιωτικούς θιάσους. Τα κείμενα του έχουν μεταφραστεί και παιχτεί στις ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σουηδία, Ρουμανία. Βουλγαρία, Νορβηγία, Λιθουανία, Τουρκία, Ισραήλ, Αυστραλία και Κίνα.
Τα Άπαντα του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος, ενώ τα έργα του διδάσκονται στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης του Δήμου Αγίας Βαρβάρας.
tvxs.gr