Του Δημήτρη Χ. Σάββα
«Σήμερα εδώ, στη ζεστή ατμόσφαιρα του απομονωμένου μου δωματίου, κάθομαι μόνος και τα σκέφτομαι όλα αυτά. Και πολλά άλλα. Ζω μια μοναξιά παράξενη. Γεμάτη αμφιβολίες, γεμάτη στιγμές αγάπης, από δικούς και φίλους, γεμάτη μικρά γαλάζια φώτα και αδιόρατες σκιές που όλο απειλούν ότι θα γυρίσουν σε βαθύ σκοτάδι και θα καταπιούν τα πάντα. Εν τούτοις, κάτι έρχεται συνεχώς και μου λέει ψιθυριστά ότι καλά έκανα και ότι όλα τελικώς θα πάνε καλά.
Και με αυτά που συνδέουν τη ζωή μου με τούτον τον κόσμο και τη στιγμή κατά την οποία θα γίνει η «συνεπαφή» με όλα εκείνα τα παντοτινά απλησίαστα, με τα οποία αργά ή γρήγορα όλοι θα συναντηθούμε και που είναι ο «άλλος»….
Ωστόσο, σε τέτοιας λογής Επαφές, αυτού που είναι «κρυμμένο» και που έχει αποκτήσει, κάποτε, αυτή ή την άλλη «έκφραση», με ό, τι σήμερα σκαρώνουμε ή αναζητούμε εμείς οι ζωντανοί, σ’ αυτό πρέπει να έχουμε ‘‘πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας’’».
Αυτά τα λόγια είναι από τα τελευταία γραπτά κείμενα, τα οποία μας άφησε παρακαταθήκη ο Νίκος Γιανναδάκης. Λόγια που έχουν αποτυπωθεί στο λεύκωμα των πορτραίτων του Φαγιούμ, μία έκδοση της Β.Δ.Β. που συνόδευε εκείνη την ιστορική και μοναδική Έκθεση που ο Νίκος είχε δρομολογήσει να γίνει, είχε την υπέρμετρη επιθυμία να κάνει, δυστυχώς, όμως, δεν πρόλαβε να την δει να πραγματοποιείται.
Την εικόνα εκείνης πραγματικά της περίεργης μοναξιάς, μας την άφησε «ζωντανή» ο δικός μας Νίκος με τον δικό του τρόπο, τον μοναδικό και τόσο ξεχωριστό τρόπο γραφής, τον τρόπο που είχε μόνο Εκείνος! Εκείνος που με Ιώβεια υπομονή αντιμετώπιζε τα πάντα, μέχρι και την τελευταία στιγμή. Είχα την τύχη να είμαι δίπλα του, πολλές φορές, πολλές στιγμές. Δε θα ξεχάσω όταν πήρε στα χέρια του το λεύκωμα που σας προανέφερα, στις 13 Μαρτίου 1998, 11 ημέρες πριν μας αφήσει για το μεγάλο του ταξίδι. Το κοίταξε, το καμάρωσε, τον ικανοποίησε η δουλειά που είχε γίνει. Όλα αυτά τα έδειχνε το υπερβολικά καταπονημένο πρόσωπό του και, παίρνοντας το μολύβι, έγραψε τα τελευταία του λόγια: «1ο αντίτυπο για το δημιουργό του, τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.» Φυσικά η ημερομηνία 13-3-1998 και η υπογραφή του.
Απρίλιος του 1986 ήταν, όταν γνώρισα το Νίκο Γιανναδάκη. Τότε, με μια ομάδα σημερινών συναδέλφων είχα προσληφθεί στο Δήμο Ηρακλείου, για να καταλήξω στη Β.Δ.Β. Ο Νίκος βρισκόταν στην Αθήνα προκειμένου να καταγράψει και να παραλάβει τη σημαντική δωρεά του Γιώργου και της Μαρώς Σεφέρη. Μαζί του οι συναδέλφισσές μου, κυρίες Φρίντα Χατζάκη, μόνιμη υπάλληλος της Β.Δ.Β. και Βενετία Τουβλελίου, ασκούμενη τότε βιβλιοθηκονόμος. Εκείνες τις μέρες επέστρεψαν στο Ηράκλειο, φέρνοντας στη βιβλιοθήκη μας τον πολύτιμο αυτό θησαυρό. Οι προθέσεις του πράγματι ήταν μεγαλεπήβολες, οι σκέψεις του ανάλογες. Ο Νίκος είχε έλθει στη βιβλιοθήκη το 1984, υπηρετώντας την ως έφορός της. Από την αρχή είχε δώσει το δικό του στίγμα. Ήδη αρχίζουν οι πρώτες εκδόσεις, με πρώτη το περιοδικό «Παλίμψηστον». Ακολουθούν οι διάφορες εκδηλώσεις, προγραμματίζει ο ίδιος τις μεγάλες Εκθέσεις που θα κάνουν γνωστή τη βιβλιοθήκη μας, το Δήμο και την πόλη μας Πανελλαδικά αλλά και Πανευρωπαϊκά.
Πάντα αγαπητός και προσιτός με τους συναδέλφους του, σεμνός και ακούραστος, αφιερώνοντας ώρες ατέλειωτες στο δημιούργημά του, σκέφτεται και οραματίζεται διαρκώς.
Οι θύμησες περνούν γοργά από το μυαλό μου, εικόνες όμορφες αλλά και έντονες σκέψεις μίας ολόκληρης δωδεκαετίας που ήμασταν μαζί.
Τον θυμάμαι! Τον «βλέπω» στο γραφείο του στον δεύτερο όροφο του Μεγάρου Αχτάρικα, σκυφτός όπως συνήθιζε να είναι, να διορθώνει και να σημειώνει συνεχώς. Ν’ αφήνει ξαφνικά κάτω το μολύβι του και να τραβάει ρουφιά ρουφιά τον πάντα σκέτο βαρύ καφέ του, ανάβοντας το τσιγάρο του. Απέναντί του ο Μενέλαος Παρλαμάς. Αρκετές φορές το γραφείο γεμάτο επισκέπτες. Ο άλλος Νίκος, ο Παναγιωτάκης, ο Μιχάλης ο Κοπιδάκης και πιο αραιά ο Γιώργος Σαββίδης, ο γραμματικός των Σεφέρηδων και τόσοι άλλοι. Γύρω στα 1987 με 1988. Το Δημοτολόγιο και το Ληξιαρχείο, υπηρεσίες του Δήμου, μετακομίζουν από τον δεύτερο όροφο του μεγάρου και η βιβλιοθήκη επεκτείνεται σημαντικά. Τότε γίνονται και τα εγκαίνια της πρόσφατα δωρηθείσης βιβλιοθήκης που προανέφερα, του Γιώργου και της Μαρώς Σεφέρη.
Αρχίζουν τα πρώτα μαθήματα του Κ.Ε.Σ., συνεχίζονται οι εκδόσεις και ο Νίκος αρχίζει να προετοιμάζει τη μεγάλη έκθεση με τα έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που θα γίνει το 1990 και θα έχει μεγάλη επιτυχία. Οι Ηρακλειώτες και οι επισκέπτες που βρίσκονται στην πόλη μας υποδέχονται με ιδιαίτερη χαρά και ικανοποίηση τα έργα του μεγάλου Ηρακλειώτη ζωγράφου. Καμαρώνουν γι’ αυτά!
Η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, η αίθουσα του Θεοτοκόπουλου και η αίθουσα του Εμπορικού Επιμελητηρίου κατακλύζονται από επισκέπτες θαυμαστές των μοναδικών αυτών δημιουργημάτων του Γκρέκο. Ο Νίκος αισθάνεται ιδιαίτερη ικανοποίηση και δικαιώνεται. Παίρνει δύναμη, προχωρά και προγραμματίζει της επόμενες κινήσεις του. Με τη βοήθεια του συντέκνου του Νίκου Παναγιωτάκη, διάφορων άλλων συνεργατών αλλά και των συναδέλφων μου από τη Βικελαία, των Ανδρέα Σαββάκη και Γιάννη Αλεξανδράκη, έρχεται στη βιβλιοθήκη μας, σε μικροφίλμ, το Βενετσιάνικο αρχείο. Η έλευσή του εντάσσεται στο πρόγραμμα Recite. Αρχίζουν οι εργασίες πάνω σ’ αυτό από ειδικούς επιστήμονες και, μέχρι σήμερα, από ειδική ομάδα ερευνητών μεταφράζεται και γίνονται οι αντίστοιχες εκδόσεις.
Οι υπόλοιπες εκδηλώσεις συνεχίζονται. Μία άλλη μεγάλη έκθεση που θα γίνει στα 1994 αρχίζει να μπαίνει σε προτεραιότητα. Είναι εκείνη με τα έργα της Κρητικής σχολής. Την συνοδεύει ο καλαίσθητος κατάλογός της. Η εκκλησία της αγίας Αικατερίνης γίνεται το επίκεντρο του μεγάλου αυτού πολιτιστικού γεγονότος. Ο καιρός περνά και ο Νίκος, ανήσυχος και πάντα δημιουργικός, συνεχίζει τη μεγάλη του προσπάθεια. Κάποια στιγμή επισκέπτεται τη Βικελαία, ενόψει του προγράμματος Recite προκειμένου να κάνει κάποιον έλεγχο, ο Δανός Επίτροπος επί των οικονομικών του προγράμματος, κ. Στήβενσον. Εντυπωσιάζεται από την πόλη μας αλλά και από τις δραστηριότητες της βιβλιοθήκης μας. Τον μαγεύουν οι θησαυροί της- το δείχνει άλλωστε- και κυρίως οι κώδικες του Τούρκικου αρχείου και οι άλλες συλλογές. Πέρασαν 15 ημέρες από την επίσκεψή του και μας στέλνει κάποια επιστολή, την οποία παραλαμβάνει, φυσικά, ο Νίκος. Με φωνάζει και μου λέει: «Παιδί μου, Δημήτρη, αυτή είναι για σας.» Ο Δανός Επίτροπος δήλωνε έκπληκτος για το έργο της Βιβλιοθήκης, χαρακτηρίζοντάς την σαν ένα είδος «Ακαδημίας της Κρήτης». Η σεμνότητα του Νίκου Γιανναδάκη δεν του επέτρεπε να είναι και ο ίδιος αποδέκτης τέτοιων επαίνων. Έτσι το συνήθιζε, έτσι μας συνήθισε!
- Η υγεία του Νίκου άρχιζε να κλονίζεται. Εκείνος δεν το βάζει κάτω, θέλει να προσφέρει ακόμα. Όπως μπορεί-αυτό ήταν τρόπος ζωής για τον ίδιο. Θέλει να πραγματοποιήσει κάποια σκέψη και επιθυμία του, τότε που ήταν ακόμα φοιτητής στο Παρίσι, εκείνο το χειμώνα του 1977. Ένα πρωινό είχε επισκεφτεί το μουσείο του Λούβρου και είχε εντυπωσιαστεί από εκείνα τα εκτεθειμένα αιγυπτιακά πορτραίτα από την περιοχή του Φαγιούμ της Αιγύπτου. Ο ίδιος λέει: «Τα πρόσωπα εκείνα που τα βλέμματά τους ήταν σαν ακινητοποιημένα στη θέση και του εδώ και του επέκεινα καθήλωσαν την προσοχή μου και η μνήμη τους ποτέ από τότε δεν με εγκατέλειψε. Ποτέ!» και συμπληρώνει: «Σε όλη αυτή τη διαδρομή, η μνήμη αυτών των πορτραίτων από την περιοχή του Φαγιούμ είχε μέσα μου τη δική της ιδιαίτερη θέση.» Όλα αυτά ο Νίκος έδειξε να τα πιστεύει βαθιά μέσα του. Δε θα ξεχάσω, δε θα ξεχάσουμε εμείς οι συνάδελφοί του τον αγώνα του, την αγωνία του, τη διαρκή και ανήσυχη προσπάθειά του. Στόχος του η οργάνωση της έκθεσης που ακόμα και την κάθε παραμικρή λεπτομέρεια έπρεπε να προβλέψει ο ίδιος. Το αποτέλεσμα έπρεπε να είναι τέλειο. Έτσι ένιωθε ο Νίκος-πως αυτά πρέπει να γίνουν- παραβλέποντας το δικό του Γολγοθά. Μέχρι και μέρος της χρηματοδότησης είχε εξασφαλίσει, ανυπομονούσε για την έκδοση του καταλόγου, όπως σας προανέφερα, ανησυχούσε για την κατασκευή των προθηκών, όπως και για τον φωτισμό που θα ήταν βασικός παράγοντας προκειμένου να συμβάλει καλύτερα στην ανάδειξη αυτών των νεκρικών προσώπων. Φρόντισε κι έβαλε γερές τις βάσεις εκείνης της Έκθεσης που φιλοξένησε η πόλη μας στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, η πρωτεύουσα στο μουσείο Μπενάκη και η συμπρωτεύουσα στο μουσείο της Βυζαντινής τέχνης. Όλα έγιναν κατ’ ευχή! Όπως Εκείνος ήθελε αλλά και επιδίωξε να γίνουν! Όπως έπρεπε να γίνουν.
Πέρασαν από τότε είκοσι ολόκληρα χρόνια. Θυμάμαι εκείνο το περίεργο και αφεύγατο βράδυ της 23ης προς την 24η Μαρτίου του 1998. Μουντό και θλιμμένο, παγερό κι εκείνο όπως και όλοι εμείς, οι συνάδελφοί του, οι φίλοι του, οι συνεργάτες του, οι άνθρωποι που τον αγάπησαν και ανταπέδωσε την αγάπη τους ο ίδιος.
Εκείνο το βράδυ που διάλεξε να μας αποχαιρετήσει. Πάντοτε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν ταυτίσει το πέρασμά τους με την ανιδιοτέλεια και με την προσφορά, τους συνοδεύουν και οι ανάλογες εποχές. Φεύγοντας ο Νίκος Γιανναδάκης συμπαρέσυρε μαζί του και μία Εποχή. Σήμερα τον θυμόμαστε, τον τιμούμε, υποκλινόμαστε στο λαμπρό έργο του, τον ευχαριστούμε και τον ευγνωμονούμε. Δεσμευόμαστε να συνεχίσουμε και να διατηρήσουμε, γνωρίζοντας το πόσο δύσκολο είναι, την πλούσια παρακαταθήκη του.
Κι εγώ, στέλνοντάς του έναν ακόμα χαιρετισμό μου, θα ήθελα να επαναλάβω κάποια λόγια, ωραία λόγια, του Αλέξη Σεβαστάκη, προς αυτόν τον Ιππότη!
«Όμως, αναρριγώ και ενθαρρύνομαι και νυχοπατώ και ορθοστατώ και εμψυχώνομαι καθώς ακούω τις μικρές υποδόριες εκρήξεις του ήλιου, καθώς ακούω να ανεβαίνει από τα βάθη του χάους ο σεμνός ψίθυρος εκείνου του Βικελαίου Γιανναδάκη-ιππότη, που η εν κόσμω παρουσία του και εκ του κόσμου απουσία του παρηγορούν τους ακρίτες της προσευχής».