Οι Βρυξέλλες δεν ευνοούν τη λύση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, διότι αν επιβληθεί στην Αθήνα ενδέχεται να προκαλέσει πολιτικές τριβές, υπονομεύοντας την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, τόνισε Ευρωπαίος αξιωματούχος μιλώντας σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες.
Η Ελλάδα οδεύει προς την ολοκλήρωση του προγράμματος, αλλά η διαχείριση της παρακαταθήκης που αφήνει η ελληνική κρίση θα διαρκέσει πολλά χρόνια, εκτιμά η ίδια πηγή.
Προσθέτει, μάλιστα, ότι διαχείριση του χρέους, της ανεργίας, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η απομάκρυνση από πρακτικές που οδήγησαν στην κρίση, αποτελούν προϋποθέσεις για την μακροπρόθεσμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο αξιωματούχο οι προκλήσεις που τίθενται μετά τη λήξη του προγράμματος είναι η προσήλωση στις υγιείς δημοσιονομικές πρακτικές κατά τη διάρκεια της προσεχούς τριετίας, παρά τους κινδύνους που προέρχονται από τον εκλογικό κύκλο στον οποίο θα μπει η χώρα, η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης και η ιδιοκτησία της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων.
Τα θέματα που τίθενται στο διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος και μπορούν να επηρεάσουν τις αγορές είναι η αβεβαιότητα που προκύπτει από γεωπολιτικούς κινδύνους, τα στρες τεστ των τραπεζών, η τέταρτη αξιόλογη και η συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ σε αυτήν.
Σχετικά με τη συμμετοχή του Ταμείου, η ευρωπαϊκή πηγή τόνισε χαρακτηριστικά: «Η μπάλα είναι στο γήπεδο του ΔΝΤ και η απόφαση εξαρτάται από τους ίδιους».
Σχετικά με το χρέος, το θέμα θα τεθεί μετά τη λήξη του προγράμματος και πηγές των Βρυξελλών θεωρούν ότι η σύνδεση της διαδικασίας ελάφρυνσης του χρέους με το ρυθμό ανάπτυξης μέσω ενός αυτοματοποιημένου μηχανισμού είναι μία καλή ιδέα.
Για την προσέλκυση επενδύσεων, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, θα πρέπει να τεθούν προϋποθέσεις για ανάπτυξη, να περιοριστούν σημαντικά τα “κόκκινα δάνεια” να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, ενώ απαιτείται να υπάρξει περαιτέρω εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης.
ΑΠΕ – ΜΠΕ