Σκέψεις ως κριτικές παρατηρήσεις

του Πέτρου Μηλιαράκη*

Την Κυριακή (4/3/2018) η «Εταιρεία Διαπολιτισμικών Σπουδών» με συντονιστή του όλου εγχειρήματος τον κ.Φώτη Τερζάκη και συντονιστή των σχετικών ομιλιών τον κ.Κώστα Λιβιεράτο, έχει οργανώσει για το έτος 2018 πέραν των όσων  αφορούν στο  «Φιλοσοφικό Εργαστήριο» και «κύκλο ανοικτών διαλέξεων». Ο προγραμματισμός δε για το 2018 αφορά τρεις (3) διαλέξεις: α) στις 04/02/2018 με τον κ.Αποστόλη Φωτιάδη, β) στις 04/3/2018 με τον γράφοντα και γ) στις 01/4/2018 με τον κ.Αλέκο Αλαβάνο. Οι διαλέξεις αυτές αφορούν αμιγώς ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ως έχει προεκτεθεί, είχα την τιμή να κληθώ να είμαι και εγώ ομιλητής. Επηρεασμένος δε από την «όλη διαδικασία», που αφορούσε ακροατήριο (εάν επιτρέπεται) ιδιαιτέρως σκεπτόμενων πολιτών, επιθυμώ να επικοινωνήσω με το παρόν κείμενό μου τον εν γένει προβληματισμό μου αναφορικώς με τα παρακάτω κρίσιμα ζητήματα, τα οποία προσπάθησα να αναδείξω:

  • η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ)

1)  Είναι δεδομένο ότι το όλο εγχείρημα που αφορούσε και αφορά στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ) και εν τέλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ ή άλλως Ένωση), δεν περιορίστηκε μόνο σε μια κατά πλάτος διεύρυνσημε νέα κράτη μέλη, αλλά θεσμοθέτησε και τη λεγόμενη εμβάθυνση, ζήτημα που συνεπάγεται ιδιαίτερη γραφειοκρατία και ελίτ αποφάσεων.

            2) Ο γράφων υποστηρίζει ότι σημαντικότερη όλων αλλαγή που αφορά στις Ιδρυτικές Συνθήκες ήταν και είναι εκείνη που αφορά στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ) του Λουξεμβούργου που τέθηκε σε ισχύ την 01.7.1986. Βάση της απετέλεσε η «Λευκή Βίβλος» της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, που περιελάμβανε έναν αναλυτικό κατάλογο για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη θεσμοθετήθηκε  η δυνατότητα λήψης αποφάσεων με ειδικές πλειοψηφίες. Προσδιορίσθηκε δε η 31 Δεκεμβρίου 1992 ως το έσχατο χρονικό σημείο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και αναγνωρίσθηκαν κοινοτικές αρμοδιότητες σε κρίσιμους τομείς όπως εκείνων: α) της έρευνας, β) της τεχνολογίας, γ) του περιβάλλοντος και δ) της περιφερειακής πολιτικής.

            3) Η προαναφερόμενη «Λευκή Βίβλος» της Επιτροπής είχε την ευθύνη του Jacques Delors, και αφορούσε  279 Νομοθετήματα που κατ’ ουσίαν υπερασπίζονταν τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι από και δια της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης εγκαθιδρύθηκαν οι βάσεις για μια «Ευρωπαϊκή Ένωση» που κατέληξε «μέσω Άμστερνταμ και Νίκαιας» στην «αρχιτεκτονική της Λισαβόνας» με ό,τι αυτό συνεπάγεται (και) ως προς την Οικονομική Διακυβέρνηση.

            4) Ειδικότερα το άρθρο 8Α καθόριζε  σαφώς ότι: σκοπός της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης είναι να εγκαθιδρυθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά (όπως προεκτέθηκε) μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992. Η εσωτερική δε αγορά ορίσθηκε ως «χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα στον οποίο διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των ατόμων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης».

Ιδού ότι με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη εγκαθιδρύθηκαν οι «λεγόμενες» ελευθερίες, δηλαδή νομιμοποιήθηκε η παγκοσμιοποιημένη οικονομία με την επιβολή των αρχών και των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού.

  • το «…καταραμένο Μάαστριχτ»

5) Στα προαναφερόμενα πρέπει να προστεθεί και ένας περαιτέρω μύθος: «ο μύθος του …καταραμένου Μάαστριχτ». Αφορά ακριβώς τον «αιφνιδιασμό» των πολιτικών δυνάμεων που ασκούσαν έντονη κριτική για τη Συνθήκη αυτή. «Τι» άραγε έχει δημιουργήσει η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (1992) που έλαβε χώρα στο Μάαστριχτ; Η Συνθήκη αυτή αφορούσε (αφορά) μια ανασύνταξη δυνάμεων και ανασύνθεση Θεσμών στην άκαμπτη όμως βάση που θεμελίωσε ήδη η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του Λουξεμβούργου.

Οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούσαν κριτική κατά του «Μάαστριχτ» δεν είχαν ήδη αντιληφθεί ότι η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και η επιβολή της οικονομίας στην πολιτική, είχε εισαχθεί για πρώτη φορά με την θεσμοθέτηση της  ενιαίας αγοράς, με Θεσμούς που εισήγαγαν την Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία σε εποχή μεταδημοκρατίας, δηλαδή της επικράτησης της οικονομίας στην πολιτική και όχι το αντίστροφο.

Άξιο, παρατήρησης είναι δε, ότι όλη αυτή η διαδικασία που θεσμοθετήθηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη αφορούσε ακριβώς στη νομιμοποίηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου-δόγματος. Συμπίπτει δε με την περίοδο που είχε ήδη εκτιμηθεί πως ο «άλλος κόσμος» (ο κόσμος του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού») θα κατέρρεε!..

  • μια δίκαιη κριτική

6) Με τούτα τα δεδομένα, η φιλοευρωπαϊκή Αριστερά στην Ελλάδα, που εκ των υστέρων ξιφούλκησε δεόντως κατά της «Συνθήκης του Μάαστριχτ» πρέπει να δεχθεί την κριτική ότι παρέλειψε να εντοπίσει τις δεσμεύσεις του Λουξεμβούργου του 1986. Και τούτο γιατί η «άλλη Αριστερά» (ΚΚΕ και λοιπές δυνάμεις ή Οργανώσεις), ήταν εξαρχής εναντίον του όλου εγχειρήματος.

            Επίσης, με τούτα τα δεδομένα και οι πολιτικές  εκείνες δυνάμεις που δεν αρκέστηκαν απλώς να υποστηρίξουν την ένταξη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά επιδίωξαν ειδικότερα την ένταξή της στο «σκληρό πυρήνα», ακόμη και με «οικονομικά στοιχεία» που δεν ανταποκρίνονταν στη δυναμική και στα θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει να δεχθούν την κριτική ότι δεν προετοίμασαν τη χώρα με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις για να ανταποκριθεί η χώρα στην πρόκληση του εν εξελίξει εγχειρήματος, το οποίο όμως στήριζαν ιδεολογικά και πολιτικά. Ως εκ τούτου:

  • οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις που αγνοήθηκαν

            7) Δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε η φιλοευρωπαϊκή Αριστερά (καθόσον η λοιπή Αριστερά είχε άλλη άποψη), αλλά ούτε και η Κεντροδεξιά ή Δεξιά ότι δεν υπήρξε επαρκής χρόνος για να γίνουν αντιληπτά τα επερχόμενα με συνέπεια οι επιβαλλόμενες «εσωτερικές πολιτικές» να τύχουν των ανάλογων επεξεργασιών ενόψει της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και ως εκ τούτου της Οικονομικής Διακυβέρνησης. Δηλαδή:

8) Στην ελληνική πολιτική σκηνή η φιλοευρωπαϊκή Αριστερά, και οι λεγόμενες Κεντροαριστερά και Κεντροδεξιά, αλλά και η επιλεγόμενη Δεξιά (εννοείται του δημοκρατικού τόξου),  δεν επεξεργάστηκαν τα στοιχεία που είχαν τεθεί επί τάπητος για το ζήτημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, καθόσον ήδη από τη δεκαετία, δηλαδή (1979) ήταν γεγονός το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και η ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα, η ecu. Συνεπώς:

9) Η Συνθήκη του Μάαστριχτ που προέκυψε ακριβώς μετά από μια ολόκληρη εικοσαετία (1999) θεσμοθετώντας το κοινό νόμισμα, ήρθε τόσο αργά που δεν δικαιολογεί τις πολιτικές δυνάμεις (ακόμη και την επιστήμη) να δίδουν την εντύπωση ότι «αιφνιδιάστηκαν», ασκώντας καθυστερημένη κριτική. Αλλά ας μην κρίνουμε τα καθ’ ημάς μόνον. Και η ευρωπαϊκή ελίτ οργάνωσε εσπευσμένως ευρωσύστημα μάλλον αμετάκλητων νομισματικών ισοτιμιών, χωρίς πρόνοιες: α) για την αντιμετώπιση κρίσεων και β) για την έκδοση κοινού ομολόγου. Τούτων δοθέντων:

10) Ειδικότερα ως προς τα ελληνικά πράγματα, αφέθηκε έδαφος στους λεγόμενους «αντιευρωπαϊστές» να αναπτύξουν έναν  αντίθετο λόγο, χωρίς όμως αυτός ο λόγος να είναι πειστικός, γιατί δεν οδηγεί σε «απομονωτισμό» ένα κράτος που δεν επιθυμεί να είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  όταν το κράτος αυτό δεν έχει τις ιδιαίτερες οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες της Νορβηγίας και κυρίως της Ελβετίας.

——————————————–

* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί