Το 1904, μια ομάδα λευκών ανθρώπων επιχείρησε τη διοργάνωση μιας ρατσιστικής ψευδο-ολυμπιάδας, με στόχο την «απόδειξη της ανωτερότητας της λευκής φυλής». Οι σκοτεινοί αυτοί αγώνες τιτλοφορούνταν ως «Μέρες Ανθρωπολογίας» και είχαν σχεδιαστεί ώστε να εξετάσουν τις φυσικές ικανότητες των «πρωτόγονων», όπως αποκαλούσαν τους αυτόχθονες. Η διοργάνωση είχε προγραμματιστεί να συμπέσει με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1904 και την Παγκόσμια Έκθεση του Σεντ Λούις, όπου μεταξύ άλλων παρουσιάστηκαν ως εκθέματα, προσιδιάζοντας σε ζωολογικό κήπο, και άνθρωποι της φυλής Μπουτί, Αμερικανοί αυτόχθονες και Φιλιππινέζοι.
Την εποχή που οργανώθηκαν οι «Μέρες Ανθρωπολογίας», η πίστη στη φυλετική υπεροχή των λευκών ήταν ευρέως διαδεδομένη. Καθώς οι Ευρωπαίοι επεκτείνονταν όλο και περισσότερο σε ανεξερεύνητες χώρες το κοινό τακτικά «ανακάλυπτε» νέους λαούς και πολιτισμούς στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτοί οι λαοί παρουσιάζονταν από τα μέσα με υποτιμητικούς και εχθρικούς όρους όπως «πυγμαίοι» και «κανίβαλοι του Αμαζονίου», κάτι που ενίσχυε τότε την ταυτότητα των Δυτικών ως προς το τι δεν ήταν οι ίδιοι.
Όπως το αμερικανικό κοινό, έτσι και οι κοινωνικοί επιστήμονες ήταν συνένοχοι στη δημιουργία μιας φυλετικής και πολιτιστικής ιεραρχίας. Είναι ενδεικτικό πως μεγάλο μέρος ερευνών σε αυτόχθονες πληθυσμούς είχαν ως στόχο να μελετήσουν κατά πόσο αυτοί είχαν “ανθρώπινα χαρακτηριστικά” και ποιες ήταν οι βιολογικές αντιδράσεις. “Πόσο γρήγορα θα αντιδρούσαν στον πόνο;” και “Είναι οι άνθρωποι με σκουρόχρωμο δέρμα ικανοί να διακρίνουν το μπλε χρώμα;”, ήταν για παράδειγμα ένα από τα ερωτήματα που έθεταν προς απάντηση στο πλαίσιο των ερευνών.
Όμως το πιο σημαντικό ζήτημα στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το αν οι «πρωτόγονοι», όπως τους αποκαλούσαν, ιθαγενείς από την Αφρική, την Ασία και την Αμερική ήταν ίσοι – τόσο σωματικά όσο και διανοητικά – με τους Ευρωπαίους και τους λευκούς. Πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες εξέφραζαν τη βεβαιότητα πως οι αυτόχθονες ήταν πνευματικά κατώτεροι. Για ορισμένους μάλιστα σε ένα “φάσμα νοημοσύνης”, βρίσκονταν στο κατώτερο στάδιο. Άλλοι πάλι υποστήριζαν πως αυτά τα “άγρια είδη” μπορεί να υπολείπονται νοημοσύνης, αλλά πλεονεκτούν των λευκών σε δύναμη και ταχύτητα, καθώς ζουν στη φύση. Υπήρχαν και αυτοί που ισχυρίζονταν ότι πρόκειται για “κατώτερα είδη” σε όλους τους τομείς. Για να διερευνηθεί ποια θεωρία ανταποκρινόταν στην “αλήθεια” των λευκών, το 1904 αποφασίστηκε να διοργανωθούν αυτοί οι ψευδο-ολυμπιακοί αγώνες
Ρατσιστική ψευδο-ολυμπιάδα… φιάσκο
Ο James Sullivan, ο επικεφαλής διοργανωτής των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων το 1904, πίστευε σθεναρά στην απόλυτη υπεροχή των λευκών ανδρών και για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό του παρουσίασε ένα σχέδιο. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι παρουσιάσεις αυτοχθόνων ακόμη και μέσα σε κλουβιά ήταν ένα δημοφιλές μέρος των τσίρκο, των τουριστικών ταξιδιών και των μεγάλων εκθέσεων. Η Παγκόσμια Έκθεση του 1904 δεν διέφερε σε κάτι. Μάλιστα διέθετε έναν από τους μεγαλύτερους εκθεσιακούς χώρους, με “εκθέματα” 3.000 Αφρικανούς, Ασιάτες και Αμερικανούς αυτόχθονες που παρουσιάζονταν έχοντας ως σκηνικά ψεύτικα χωριά των φυλών τους. Η πρόταση του Sullivan ήταν να δημιουργήσει μια ειδική διήμερη παράλληλη Ολυμπιάδα που θα έβαζε τους «άγριους» να αναμετρηθούν ο ένας εναντίον του άλλου σε κλασικά αθλήματα, όπως ο στίβος, αλλά και «πρωτόγονα» αθλήματα στα οποία όπως ισχυριζόταν θα είχαν μια έμφυτη προδιάθεση, όπως η ρίψη λίθων και οι λασπομαχίες.
Ο Sullivan μετέφερε την ιδέα του στον Δρ W.J. McGee, έναν μελετητή, πρόεδρο της νεοσυσταθείσας τότε Αμερικανικής Ανθρωπολογικής Ένωσης και επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωπολογίας στην Παγκόσμια Έκθεση του Σεντ Λούις. Ο McGee πίστευε ότι, επειδή οι αυτόχθονες ζούσαν σε αρμονία με τη φύση, ήταν προικισμένοι, με ιδιαίτερη δύναμη και ικανότητες που οι λευκοί απλά δεν διέθεταν. Ο McGee ενθουσιάστηκε από την ιδέα του Sullivan και οι δυο τους άρχισαν να οργανώνουν τις «Μέρες Ανθρωπολογίας».
Οι συμμετέχοντες αυτόχθονες σε αυτούς τους «ειδικούς Ολυμπιακούς Αγώνες» επιλέχθηκαν από την Παγκόσμια Έκθεση του Σεντ Λούις. Οι διοργανωτές επιδίωκαν να αποδείξουν κάποια από τις ρατσιστικές θεωρίς τους, όμως τα όσα εκτυλίχθηκαν οδήγησαν στην απόλυτη κατάρρευση των σχεδίων τους.
Βασικός λόγος ήταν πως η έννοια του αθλητικού ανταγωνισμού ήταν εντελώς άγνωστη για μερικούς από τους συμμετέχοντες, ενώ ακόμη και όσοι επιχείρησαν να αγωνιστούν δεν κατανοούσαν πλήρως το νόημα της συμμετοχής τους ή, αν αυτό συνέβαινε, ενδιαφέρονταν ελάχιστα για το αθλητικό αποτέλεσμα. Οι επιδόσεις ήταν σε πολλές περιπτώσεις αντίθετες με τις εκτιμήσεις. Οι δε δρομείς σταματούσαν τον αγώνα λίγο πριν φτάσουν στη γραμμή του τερματισμού, περιμένοντας μάλιστα τους αντιπάλους τους ώστε να τερματίσουν μαζί. Ανάλογες συμπεριφορές σημειώθηκαν από συμμετέχοντες και στα υπόλοιπα αγωνίσματα.
Υπό αυτές τις συνθήκες καμιά από τις επικρατούσες ρατσιστικές θεωρίες της εποχής για τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των «πρωτόγονων» και «πολιτισμένων» αντρών δεν μπορούσε να αξιολογηθεί. Το μόνο που αποδείχθηκε ήταν ότι οι συμμετέχοντες αυτόχθονες, είτε αγνοούσαν τους κανόνες, είτε δεν έβρισκαν κανένα κίνητρο για να αγωνιστούν, είτε βρήκαν μια ευκαιρία για να γελοιοποιήσουν την ρατσιστική αλαζονεία των λευκών, που τους χρησιμοποιούσαν ως εκθέματα και “πειραματόζωα” για τις θεωρίες τους. Οι επιδόσεις ήταν παιδικές και οι συμμετέχοντες τόσο αδιάφοροι που ακόμη και ο Sullivan δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι απέδειξε την εγκεφαλική και σωματική κατωτερότητά τους σε σχέση με αθλητές στους πραγματικούς Ολυμπιακούς Αγώνες.
Όμως οι Sullivan και McGee δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν το φρικτό σχέδιό τους. Έτσι διοργάνωσαν ένα νέο διαγωνισμό το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, πριν από τον οποίο οι συμμετέχοντες έλαβαν μια μικρή εκπαίδευση πάνω στα αθλήματα. Μάλιστα οι διοργανωτές φρόντισαν να προβάλουν ακόμη περισσότερο τον διαγωνισμό και κατάφεραν να συγκεντρώσουν περίπου 30.000 θεατές. Και αυτή τη φορά όμως ο διαγωνισμός κατέληξε σε φιάσκο. Ωστόσο ο McGee κατέληξε στο συμπέρασμα που επιθυμούσε για να στηρίξει τις ρατσιστικές θεωρίες της εποχής: Ο διαγωνισμός έγραψε απέτυχε να μετρήσει τη “φυσική” ικανότητα, καθόρισε όμως “σε ποσοτικό επίπεδο την κατωτερότητα των πρωτόγονων λαών, στη φυσική ικανότητα, αν όχι και στην πνευματική κατανόηση”.
Με πληροφορίες από το Timeline