Ο χαιρετισμός του Νίκου Ηγουμενίδη στην παρουσίαση του βιβλίου της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη “Γράμματα του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου από τη φυλακή (1942)”
Ο βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ηγουμενίδης – λόγω της παρουσίας του στην ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για την Novartis – απέστειλε σύντομο χαιρετισμό κατά τη χθεσινή (Δευτέρα 5 Μαρτίου) παρουσίαση του βιβλίου της Άννας Μανουκάκη-Μεταξάκη για τον Αλέξανδρο Ραπτόπουλο με τίτλο “Γράμματα του Αλέξανδρου Ραπτόπουλου από τη φυλακή (1942)” , η οποία πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Ανδρόγεω και με την παρουσία πλήθος κόσμου. Στο κείμενο που απέστειλε, ο βουλευτής του Ν.Ηρακλείου τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «οι 36 ανέκδοτες επιστολές του Βιαννίτη Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, μαζί με τα ημερολόγια, αλλά και οι 300 σημειώσεις της συγγραφέως, που καταγράφονται στο σημερινό βιβλίο-ντοκουμέντο για την Κρητική Αντίσταση, αποτυπώνουν παράλληλα και τον ψυχικό κόσμο και πλούτο ενός συγκλονιστικού αγωνιστή«.
Παράλληλα, σημείωσε με έμφαση ότι ο Αλέξανδρος Ραπτόπουλος «φέρει όλα τα βασικά γνωρίσματα ενός αγωνιστή που βλέπει μπροστά. Η συγκλονιστική φράση στο τελευταίο του γράμμα προς τα παιδιά του στις 3 Σεπτεμβρίου 1942 – «Συγχωρήσετε τους εχθρούς μας. Και εστε υπερήφανοι» – απευθύνεται από μια ολοκληρωμένη αγωνιστική προσωπικότητα που βλέπει ολοκάθαρα την επόμενη μέρα της νίκης ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό, και που – παρά τα βασανιστήρια, την προσωπική του περιπέτεια υγείας και τον επερχόμενο βέβαιο θάνατο – βλέπει ολοκάθαρα στον ορίζοντα την εδραίωση της δημοκρατίας στην πατρίδα του».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του χαιρετισμού:
Σε μια άλλη γωνιά της Ελλάδας, την ίδια περίπου χρονική περίοδο, στη μικρή Σύμη της Δωδεκανήσου, «παίζεται» μια ακόμη άγνωστη ιστορία: ο Λευτέρης Διακογιάννης και ο φίλος του Θοδωρής Χατζηστρατής, οι οποίοι καταδικάστηκαν για αυτή τους την πράξη ερήμην, αψήφισαν την εντολή των Ιταλών που έλεγε «όποιος συλλαμβάνεται να δραπετεύει θα τουφεκίζεται δημοσίως για παραδειγματισμό», και παίρνοντας μια βάρκα, κάνοντας κουπί επί μέρες, κατάφεραν να διαφύγουν και να πολεμήσουν με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις στη Μέση Ανατολή.
Αυτή την άγνωστη ιστορία -που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Οι Ανυπότακτοι της Σύμης–Η βρετανική Κατοχή στα Δωδεκάνησα» – θυμάται κανείς όταν συναντά στην ιστορία μια άλλη βάρκα της Κρήτης, που ο καπετάνιος της ο Φάκαρος την βάφτισε “Αργώ 2”, όταν έφυγε τον Σεπτέμβρη του 1941 από την παραλία κοντά στον Τσούτσουρο κι έφτασε στην Αίγυπτο, μεταφέροντας το πρωτόκολλο για την αναγνώριση της Κρητικής Επαναστατικής Εθνικής Επιτροπής και πετυχαίνοντας τον σύνδεσμο ελληνικών και συμμαχικών Αρχών.
Αυτή την άγνωστη ιστορία -που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Οι Ανυπότακτοι της Σύμης–Η βρετανική Κατοχή στα Δωδεκάνησα» – θυμάται κανείς όταν συναντά στην ιστορία μια άλλη βάρκα της Κρήτης, που ο καπετάνιος της, ο Φάκαρος, την βάφτισε “Αργώ 2”, όταν έφυγε τον Σεπτέμβρη του 1941 από την παραλία κοντά στον Τσούτσουρο κι έφτασε στην Αίγυπτο, μεταφέροντας το πρωτόκολλο για την αναγνώριση της Κρητικής Επαναστατικής Εθνικής Επιτροπής και πετυχαίνοντας τον σύνδεσμο ελληνικών και συμμαχικών Αρχών.
Όπως έχει αποτυπωθεί από σύγχρονους ερευνητές, μεταξύ αυτών και από τη σπουδαία φιλόλογο και ερευνήτρια Άννα Μανουκάκη-Μεταξάκη, χάρη στον Ραπτόπουλο, πρωτεργάτη και σύμβολο της Κρητικής Επαναστατικής Εθνικής Επιτροπής, ο όρμος του Τσούτσουρου εξελίχθηκε σε κομβικό διαμετακομιστικό σταθμό Ελλήνων πατριωτών και συμμαχικών δυνάμεων, αλλά και εφοδίων για τους μαχόμενους πατριώτες της περιοχής.
Οι 36 ανέκδοτες επιστολές του Βιαννίτη Αλέξανδρου Ραπτόπουλου, μαζί με τα ημερολόγια, αλλά και οι 300 σημειώσεις της συγγραφέως, που καταγράφονται στο σημερινό βιβλίο-ντοκουμέντο για την Κρητική Αντίσταση, αποτυπώνουν παράλληλα και τον ψυχικό κόσμο και πλούτο ενός συγκλονιστικού αγωνιστή.
Ο Ραπτόπουλος είχε πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας. Όταν για παράδειγμα γράφει ότι «εθέσαμεν τα στήθη μας προχώματα εναντίων των εχθρών μας [και] εμεγεθύνθη η πατρίς μας», γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε εκτός από το βάρος και τη σημασία της Αντίστασης, και τις γύρω μηχανορραφίες που εξυφαίνονται ενάντια στους αγωνιστές της Αντίστασης. Αλλά φυσικά δεν σκέφτεται δευτερόλεπτο να το βάλει κάτω.
Αλλά ο Ραπτόπουλος φέρει όλα τα βασικά γνωρίσματα ενός αγωνιστή που βλέπει μπροστά. Η συγκλονιστική φράση στο τελευταίο του γράμμα προς τα παιδιά του στις 3 Σεπτεμβρίου 1942 – «Συγχωρήσετε τους εχθρούς μας. Και εστε υπερήφανοι» – απευθύνεται από μια ολοκληρωμένη αγωνιστική προσωπικότητα που βλέπει ολοκάθαρα την επόμενη μέρα της νίκης ενάντια στον φασισμό και τον ναζισμό, και που – παρά τα βασανιστήρια, την προσωπική του περιπέτεια υγείας και τον επερχόμενο βέβαιο θάνατο – βλέπει ολοκάθαρα στον ορίζοντα την εδραίωση της δημοκρατίας στην πατρίδα του.
Ο Διακογιάννης και ο Χατζηστρατής από την Σύμη, ο Ραπτόπουλος από την Άνω Βιάννο, μαζί με τόσους ακόμη αγωνιστές από όλες τις γωνιές της Ελλάδας, τράβηξαν μεγάλο κουπί στη ζωή τους. Η δικιά τους βάρκα άνοιξε πολύτιμους δρόμους ελευθερίας και ελπίδας και για κάθε κόκκο ελευθερίας και δημοκρατίας που έχουμε, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι έχουν οι ίδιοι βάλει την σφραγίδα τους.