Από καιρό ήταν γνωστό ότι οι σοβαρές ιώσεις, μικροβιακές μολύνσεις, αλλεργίες προκαλούν ανοσοποιητικές αντιδράσεις στις κυοφορούσες γυναίκες και την έκλυση διαφόρων πρωτεϊνών.
Μελέτες σε ζώα είχαν δείξει ότι ορισμένες από αυτές τις πρωτεΐνες που παράγονται από τις ανοσοποιητικές αντιδράσεις του οργανισμού της μητέρας επηρεάζουν την ανάπτυξη του κυήματος.
Ομως, μέχρι τώρα ελάχιστα γνωρίζαμε για την επίδρασή τους στα ανθρώπινα έμβρυα.
Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι η κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος της εγκύου επηρεάζει σημαντικά τη φυσιολογική ανάπτυξη του νευρικού συστήματος του παιδιού.
Για παράδειγμα, η έντονη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει τη φυσιολογική ανάπτυξη ορισμένων εγκεφαλικών κυκλωμάτων του εμβρύου, αυξάνοντας τον κίνδυνο να υποφέρει, κατά την ενηλικίωσή του, από ψυχιατρικές παθήσεις.
Μια ομάδα Αμερικανών γιατρών ερευνητών στην Παιδιατρική Κλινική του Λος Αντζελες καταφεύγοντας σε τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου (μαγνητική τομογραφία) κατάφερε πρώτη φορά να εντοπίσει επακριβώς τις αλλαγές της νευρωνικής συνδεσμολογίας στον εγκέφαλο του εμβρύου.
Η Marisa Spann και ο Bradley Peterson και οι συνεργάτες τους μελέτησαν νεαρές εγκύους, ηλικίας 14 έως 19 ετών, από τον δεύτερο τρίμηνο της κύησης.
Η επιλογή τους να μελετήσουν τόσο νεαρές εγκυμονούσες οφείλεται στην υποψία ότι σε τόσο νεαρές ηλικίες αυξάνεται σημαντικά η επιρροή των κοινωνικών- ψυχολογικών πιέσεων που καταβάλλουν τον οργανισμό και άρα προκαλούν ανοσοποιητικές αντιδράσεις.
Από τον τρίτο μήνα της κύησης, οι ερευνητές εκτελούσαν τακτικές αιμοληψίες και αναλύσεις του μητρικού αίματος για να καθορίσουν επακριβώς τα επίπεδα συγκέντρωσης δύο πρωτεϊνών -της IL-6 και της CRP- οι οποίες παράγονται από τον οργανισμό όταν εξ αιτίας κάποιας εξωγενούς αιτίας ενεργοποιείται το ανοσοποιητικό σύστημα.
Μετά τη γέννηση, εξέτασαν τον εγκέφαλο των νεογέννητων μέσω μαγνητικής τομογραφίας και έτσι διαπίστωσαν ότι υπάρχει μια σαφής συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα συγκέντρωσης των μητρικών πρωτεϊνών IL-6 και CRP και τις αλλαγές που παρατηρούσαν στον εγκέφαλο των νεογέννητων: όσο μεγαλύτερη ήταν η συγκέντρωση αυτών των πρωτεϊνών τόσο πιο μεγάλες ήταν οι αλλαγές στη νευρωνική συνδεσμολογία ορισμένων περιοχών του εγκεφάλου (βλ. σχετική φωτ.).
Αλλαγές στην εγκεφαλική συνδεσμολογία των νεογέννητων που σχετίζονται με την εμφάνιση πολλών ψυχιατρικών παθήσεων, όπως π.χ. η σχιζοφρένεια και διάφορες αυτιστικές συμπεριφορές.
Σπύρος Μανουσέλης, efsyn.gr