Η τσίχλα έχει βρεθεί και καταναλωθεί σε ποικίλες μορφές και γεύσεις. Οι αρχαίοι Έλληνες μασούσαν τη ρητίνη του μαστιχόδεντρου, οι αρχαίοι Μάγια και οι Αζτέκοι μασούσαν το τσίκλι ή αλλιώς τσίχλα, από το δέντρο σαποτία και οι Ινδοί της Βόρειας Αμερικής μασούσαν τη ρητίνη της ερυθρελάτης.
Η πρώτη εμπορική τσίχλα παρασκευάστηκε και πωλήθηκε το 1848 από τον John Bacon Curtis, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του κατέληξαν στην πρακτική ιδέα για το πώς να φτιάξουν και να πουλήσουν τους σβόλους από ρητίνη ερυθρελάτης ως τσίχλα.
Στην αρχή πειραματίστηκαν με ρητίνη δρυός και έφτιαξαν ένα κολλώδες, ελαστικό υλικό το οποίο μπορούσε να το μασηθεί.
Στη συνέχεια πρόσθεσαν γεύση, αλλά και παραφίνη για απαλή και ελαστική αίσθηση. Το όνομα του εργοστασίου του John ήταν το «Curtis Chewing Chewing Factory».
Στις 27 Ιουλίου 1869, ο Amos Tyler έλαβε το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις τσίχλες. Ωστόσο, ο Tyler δεν έβγαλε ποτέ στο εμπόριο τις τσίχλες του.
Ένας οδοντίατρος από το Οχάιο, ο William Finley Semple τιμήθηκε για το δημιούργημά του, χρησιμοποιώντας το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την κατασκευή τσίχλας, το Δεκέμβριο του 1869. Κύρια συστατικά της φόρμουλας του Semple ήταν το κάρβουνο και η κιμωλία.
Το 1869, ο Μεξικανός στρατηγός Αντόνιο Λόπεζ ντε Σάντα Άννα είπε για την τσίχλα του δέντρου σαποτία στον Τόμας Άνταμς. Ο Άνταμ προσπάθησε να φτιάξει από το υλικό αυτό παιχνίδια, μάσκες και γαλότσες, αλλά κανένα από τα προϊόντα του δεν ήταν εμπορικά επιτυχημένο. Το 1869 πρόσθεσε απλώς γεύση στο υλικό και έτσι έγινε το πρώτο βήμα για τη δημιουργία της σύγχρονης τσίχλας.
Η πρώτη τσίχλα που βγήκε στο μαζικό εμπόριο ονομαζόταν Adams New York Chewing Gum. Στη δεκαετία του 1870, η Adams & Sons πούλησε την γεύση «Sour Orange» ως καραμέλα μετά το δείπνο.
Το 1871 ο Thomas Adams κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μια μηχανή για την κατασκευή της τσίχλας. Εκείνη τη χρονιά ο Adams δημιούργησε και μία με γέμιση από γλυκόριζα που ονομάζεται Black Jack. Ωστόσο, υπήρξε ένα μεγάλο πρόβλημα, δεν μπορούσε να κάνει τη γεύση να διαρκέσει.
Το πρόβλημα με τη διατήρηση της γεύσης δεν είχε λυθεί μέχρι το 1880, όταν ο William White συνδύαζε σιρόπι ζάχαρης και καλαμποκιού. Για καλύτερη γεύση, πρόσθεσε εκχύλισμα μέντας. Ανακάλυψε ότι η μέντα παρέμεινε στη τσίχλα κατά τη διάρκεια της μάσησης πολύ περισσότερο από άλλες γεύσεις. Ονόμασε την πρώτη τσίχλα με γεύση «Yucatan gum».
Ο δρ. Edward Beeman προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα προσθέτοντας σκόνη πεψίνης, που υποτίθεται ότι χρησίμευε ως «πεπτική βοήθεια». Αυτή ήταν η επόμενη μεγάλη ανακάλυψη στον κόσμο των τσίχλας. Μάλιστα, διαφήμισε τις τσίχλες του, που ήταν ενισχυμένες με χωνευτικές ουσίες, ζωγραφίζοντας πάνω στο περιτύλιγμα ένα γουρούνι και προσθέτοντας το σλόγκαν: «Με τις Beeman’s μπορείς να φας σαν γουρούνι». Αυτός ο τύπος τσίχλας είναι ακόμα διαθέσιμος σήμερα.
Επίσης, το 1880, οι Henry Fleer και Frank Fleer πειραματίστηκαν και εκείνοι με την τσίχλα από το δέντρο σαποτία. Οι αδερφοί Fleer έκαναν κύβους της ουσίας και την επικάλυπταν με γλυκό υλικό. Ονόμασαν την εφεύρεσή τους «Chiclets». Ο Frank Fleer ήταν επίσης ο εφευρέτης της πρώτης τσίχλας στον κόσμο που ονομάστηκε Blibber-Blubber. Ωστόσο, το προϊόν ήταν τόσο κολλώδες που δεν βοήθησε στην πώλησή του.
Το 1888, η τσίχλα του Thomas Adams, Tutti-Frutti, ήταν η πρώτη τσίχλα που άρχισε να πωλείται από μια μηχανή αυτόματης πώλησης. Η πρώτη μηχανή αυτόματης πώλησης τσίχλας βρισκόταν σε έναν από τους σταθμούς του Μετρό της Νέας Υόρκης.
Το 1891, ο William Wrigley Jr ίδρυσε τη τσικλοποιία Wrigley’s. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός ήταν δύσκολος. Οι υπάρχουσες εταιρείες προσέφεραν παρόμοια προϊόντα που ήταν πολύ πιο δημοφιλή από την τσίχλα Wrigley. Μια ημέρα το 1892, ο κ. Wrigley σκέφτηκε να προσφέρει δύο πακέτα τσίχλας με κάθε κουτί baking powder. Αυτή η προσφορά αποδείχτηκε τεράστια επιτυχία! Τα δύο πρώτα του εμπορικά σήματα ήταν η Lotta και η Vassar. Η Juicy Fruit τσίχλα ήρθε το 1893, και το Wrigley’s Spearmint εισήχθη αργότερα το ίδιο έτος.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, η συσκευασία και η εμπορία της τσίχλας ήταν σε καλό δρόμο ως προς τη σημερινή δημοτικότητά της.
Το 1914, ο William Wrigley και ο Henry Fleer πρόσθεσαν δυόσμο και εκχυλίσματα φρούτων σε μια τσίχλα. Έτσι δημιουργήθηκε το δημοφιλές εμπορικό σήμα της Wrigley’s Doublemint. Η εταιρεία Wrigley δεν άργησε να γίνει η πρώτη πολυεθνική αυτού του προϊόντος. Τα εμπορικά σήματα Wrigley έγιναν γνωστά σε όλο τον κόσμο. Τα πρώτα εργοστάσια ιδρύθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα εργοστάσια Doublemint της Wrigle ιδρύθηκαν στον Καναδά (1910), στην Αυστραλία (1915), στη Μεγάλη Βρετανία (1927) και στη Νέα Ζηλανδία (1939).
Το 1928, ένας λογιστής σε εταιρεία τσίχλας, ο Walter Diemer, όσο δούλευε στην εταιρία πειραματιζόταν με τα σκευάσματα για να δημιουργήσει ένα νέο ελαστικό προϊόν παράγωγο της τσίχλας, και μέσα από αυτούς τους πειραματισμούς προέκυψε τυχαία η σημερινή τσιχλόφουσκα.
Η «Dubble Bubble», όπως αποκάλεσε την τσίχλα του, χρωματισμένη με ένα χαρούμενο ροζ χρώμα, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους.
Ο Diemer μάλιστα ευθύνεται για το ροζ χρώμα που έχουν οι τσιχλόφουσκες μέχρι σήμερα. Όταν κατασκεύασε την πρώτη τσιχλόφουσκα, η μόνη χρωστική ουσία που βρήκε ήταν σε ροζ χρώμα.
Στη δεκαετία του 1950, καθώς οι καταναλωτές ακολουθούσαν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, βγήκε στην αγορά η τσίχλα χωρίς ζάχαρη. Η αρχική ιδέα πίσω από αυτό το εγχείρημα άνηκε σε έναν οδοντίατρο, τον Δρ Petrulis, ο οποίος πούλησε το προϊόν του στη William Wrigley Co.
Καθώς πέρασε ο χρόνος, πραγματοποιήθηκαν πολλά πειράματα για να δημιουργηθούν διαφορετικοί τύποι και γεύσεις τσίχλας.
Σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες γεύσεις που διατίθενται στην αγορά.
Εύη Σιμοπούλου, news.gr