Ένα από τα βασικά επιχειρήματα των υπουργών Υγείας της περιόδου 2010 – 2015, ορισμένοι εκ των οποίων περιλαμβάνονται στη δικογραφία για τη Novartis, είναι ότι μείωσαν τη δημόσια δαπάνη για την Υγεία, συμπεριλαμβανομένης και της φαρμακευτικής δαπάνης.
Ωστόσο αυτή η μείωση καλύφθηκε σε σημαντικό βαθμό από τα ίδια τα νοικοκυριά, καθώς υποχρεώθηκαν να καλύψουν από την τσέπη τους το κενό. Αποτέλεσμα είναι η αύξηση της ιδιωτικής φαρμακευτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά 44%! Αυτό συνέβη καθώς δεν συνετελέστηκε κάποια εξυγίανση ή κάποιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα εξυγίανσης σε επίπεδο δαπανών, αλλά προωθήθηκαν ανεξέλεγκτες περικοπές με αποτέλεσμα τη γιγάντωση των δαπανών για τα νοικοκυριά και ταυτόχρονα τον περιορισμό των πολιτών στο φάρμακο.
Επίσης την ίδια περίοδο η σημαντική πτώση των εισοδημάτων, η κλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας σε συνδυασμό με την ανισότητα και τα φαινόμενα οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού προκάλεσαν σημαντικές επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό, όπως η σημαντική αύξηση των ανασφάλιστων πολιτών, που έφτασε περίπου στα 2,5 εκατ. το 2016 (σ.σ.: με τον Ν. 4368/2016 θεσπίστηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας για την παροχή νοσηλευτικής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε ανασφάλιστους και σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες).
Σύμφωνα με τη μελέτη Healthcare at a glance του ΟΑΣΑ, η χώρα μας είναι στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες «out of pocket» δαπάνες Υγείας, αυτές δηλαδή που οι πολίτες υποχρεώνονται να πληρώσουν από την τσέπη τους, εκτός του οργανωμένου, δημόσιου ή ιδιωτικού, συστήματος Υγείας.
Το ποσοστό αυτό φθάνει το 35% και είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την Κύπρο και τη Βουλγαρία, ενώ στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 7%.
Οι λεγόμενες «out of pocket» δαπάνες που πληρώνουν οι Έλληνες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια -συγκεκριμένα από το 31% που ήταν το 2013- ενώ μεταξύ αυτών το υψηλότερο ποσοστό, που ανέρχεται στο 48%, κατευθύνεται για την κάλυψη νοσοκομειακών δαπανών, δηλαδή αυτές που πληρώνει κάποιος όταν χρειαστεί να νοσηλευθεί και οι οποίες είναι εξ ορισμού οι πιο ακριβές.
Πρόκειται επίσης για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση αμέσως μετά την Κύπρο και το Βέλγιο, όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 60% και 52%. Σύμφωνα επίσης με τις τις Ερευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το 2008 οι δαπάνες Υγείας αποτελούσαν το 6,7% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το 2015 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 7,5% των συνολικών τους δαπανών!
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, “το 2012 και έπειτα η μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης κατέστησε ανέφικτη την κάλυψη των αναγκών των ασθενών από το κράτος, με αποτέλεσμα το βάρος να μετατοπιστεί στον ιδιωτικό τομέα, τόσο στους ασθενείς όσο και στη φαρμακευτική βιομηχανία. Η επιβάρυνση της φαρμακευτικής βιομηχανίας, μέσω των rebates και του clawback, συνεχώς αυξάνεται, με αποτέλεσμα η συμμετοχή της στην πραγματική δημόσια φαρμακευτική δαπάνη από 8,6% το 2012 να αυξηθεί στο 23,6% το 2015”.
Του Ανδρέα Πετρόπουλου – ΑΥΓΗ