Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Όχι ότι και τότε δεν υπήρχε κρίση. Υπήρχε, απλά οι άνθρωποι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την απομακρύνουν από κοντά τους. Αυτό το πετύχαιναν ακόμα και με τα λίγα. Για παράδειγμα, αρχές του εικοστού αιώνα, τότε που το μεροκάματο είχε δύο δραχμές, όποιος δούλευε μπορούσε να περνά, αυτός και η οικογένειά του, μπέικα, όπως συνήθιζαν να λένε. Παράλληλα, ο μισθός ενός υπουργού ανέρχονταν σε πεντακόσιες δραχμές το μήνα. Ένα καλό γαμπριάτικο κοστούμι, από γυαλιστερή εγγλέζικη μαύρη τσόχα, στοίχιζε περίπου εκατόν είκοσι δραχμές. Η δραχμή είχε, πράγματι, μεγάλη αξία. Η Αθήνα ήταν μία μικρή πόλη, ο κόσμος ήταν λιγοστός και μετρημένος και όλοι σχεδόν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Οι άνθρωποι ήταν αγαπημένοι και μονιασμένοι μεταξύ τους, ο ένας βοηθούσε τον άλλο, υπήρχε κλίμα συνεργασίας, κατανόησης και αδελφοσύνης. Εκείνη την περίοδο ειδικά, αφθονούσαν οι διάφοροι γραφικοί τύποι. Ένας από τους πιο επιφανείς-ίσως και ο πιο ιδιόρρυθμος- ήταν ο Σακκουλές!
Το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Κόκκινος και ο αδελφός του ο Ηρακλής ήταν ένας ευυπόληπτος νοικοκύρης της Πλάκας, αφού διατηρούσε μανάβικο στη γωνία Κυδαθηναίων και Αδριανού. Εκεί αργότερα ήταν το γαλατάδικο του Ανδρίτσου. Το «Σακκουλές» ήταν παρατσούκλι και του το κόλλησαν οι Πλακιώτες. Η αιτία ήταν η παράξενη περιβολή του. Πολλοί ήταν οι γραφικοί τύποι που δοξάστηκαν στην Αθήνα, από τους «μάγκες του Ρολογιού» της παλιάς αγοράς μέχρι τον Δελλαπατρίδα. Αλλά ο Σακκουλές αποτελούσε ανωτερότητα στο είδος του. Πολλοί ήταν εκείνοι που ασχολήθηκαν με την προσωπικότητα του Σακκουλέ. Τον φωτογράφιζαν αρκετοί περιηγητές, διάφοροι ξένοι τον μνημόνευαν στις αναμνήσεις τους, ενώ τα χρονογραφήματα που επικεντρώθηκαν στο πρόσωπό του ήταν ατέλειωτα. Ο Σακκουλές ήταν ένα πράγμα με την πλατεία Συντάγματος και ο κάθε επισκέπτης δεν θα μπορούσε να φανταστεί την ιστορική αυτή πλατεία χωρίς την παρουσία του!
Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, τις βραδινές ώρες, ο γραφικός αυτός τύπος καθόταν στη γωνία Σταδίου και πλατείας Συντάγματος, ένα από τα πιο πολυσύχναστα και κεντρικά σημεία της Αθήνας. Χρησιμοποιούσε ένα ασυνήθιστο υβρεολόγιο, λέγοντας στους Αθηναίους ότι τόσες εκατοντάδες άνθρωποι δεν ήταν σε θέση να θρέψουν έναν τεμπέλη όπως εκείνος. Πάντοτε τον συναντούσαν ξυπόλητο, ακόμα και όταν του χάριζαν παπούτσια διάφοροι. Χαμηλός στο ανάστημα, εύρωστος, μελαμψός και αναμαλλιάρης. Συνήθως τα παπούτσια που του χάριζαν τα πουλούσε στο Δημοπρατήριο. Ήταν ενοχλητικός για τους περαστικούς και γενικά πρόσταζε τους διαβάτες με τη χαρακτηριστική του φωνή: «Ρε, φέρε μία δεκάρα». Μία προσταγή που απευθυνόταν σε όλους ανεξαίρετα, διότι πίστευε ότι είχε αδιαμφισβήτητα δικαιώματα δεκάλεπτης φορολογίας κάθε ανθρώπου που περνούσε από μπροστά του. Κανένας δεν ξέφευγε και όλοι ήταν υποχρεωμένοι να υπακούσουν στην προσταγή του-αξιωματικοί, πολιτικοί, διανοούμενοι και δικηγόροι. Έχουν καταγραφεί διάφορα επεισόδια τόσο με τον Βασιλιά Γεώργιο τον Α΄ όσο και με άλλους επώνυμους της εποχής εκείνης. Όμως…τα πάντα άλλαζαν κατά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αυτή τη μέρα ο Σακκουλές δεν επεδίωκε την μοναξιά, την οποία ζούσε τον υπόλοιπο χρόνο, αλλά αναζητούσε παρέα. Πολλοί ήταν εκείνοι που τον ήθελαν στην παρέα τους και κυρίως οι δημοσιογράφοι. Επεδίωκαν να τον έχουν δίπλα τους σε κάποιο εορταστικό τραπέζι κάποιας κοντινής αίθουσας εστιατορίου, τις οποίες διέθεταν όλα τα ξενοδοχεία του κέντρου της Αθήνας. Εκεί επρόκειτο να απολαύσουν τον αχνιστό γάλο με την νοστιμότατη σούπα του, αλλά και όλα τα άλλα γιορτινά εδέσματα! Άλλος άνθρωπος πραγματικά γινόταν ο Σακκουλές το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Δεν φώναζε, δεν διαμαρτυρόταν, δεν προσέβαλλε κανένα. Φυσικά ξυπόλητος και με ιδιαίτερη τάση αυτοκυριαρχίας! Πολλοί ήταν εκείνοι που όλους αυτούς τους γραφικούς τύπους τους αποκαλούσαν αλήτες… Έτσι και αυτός ο αλήτης, ο ξυπόλητος κάθε φορά, έδειχνε ιδιαίτερη χαρτοπαικτική δεινότητα, κάπνιζε ασταμάτητα και χρησιμοποιούσε τα μαχαιροπήρουνα τελειότερα ακόμα και απ’ αυτούς τους γραμματείς των πρεσβειών! Τα πειράγματα των άλλων δεν τον ενοχλούσαν, αντίθετα τα ανταπέδιδε με σοβαρότητα και είχε προτίμηση σε ξενόφερτα ποτά, κυρίως στο ουίσκι, χωρίς πάγο φυσικά. Βέβαια, δεν ξεχνούσε και τις στερεότυπες φράσεις του, αλλά και τις προηγούμενες συνήθειές του: «Άντε ρε, κατρακυλήστε μου για το καλό του νέου χρόνου φράγκα και όχι δεκάρες». Φυσικά τα ποσά που εισέπραττε ήταν αρκετά υψηλά. Αυτός ήταν ο Σακκουλές της παλιάς Αθήνας. Ένας τύπος με μία ξεχωριστή ανωτερότητα! Τέτοιες μέρες, χρονιάρες μέρες, έδειχνε ένα διαφορετικό πρόσωπο.
Αυτοί οι γραφικοί τύποι έδωσαν το δικό τους, ξεχωριστό, παρόν σε κάθε πόλη. Είναι οι άνθρωποι που μαρτυρούν την «άλλη», τη διαφορετική από την καθημερινή όψη της πόλης. Της κάθε πόλης…αυτοί που σύχναζαν στην ιστορική πλατεία Συντάγματος της Αθήνας, στα απόμερα σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου αλλά και στον πολυσύχναστο και τόσο εμπορικό δρόμο της πλατιάς στράτας, στην οδό Ιάσονος αλλά και στην παραλιακή λεωφόρο Αργοναυτών του Βόλου, στην πλατεία ταχυδρομείου της Λάρισας. Αυτοί οι γραφικοί τύποι που κάποτε εντυπωσίασαν με την εμφάνισή τους και το ήθος τους. Το πέρασμά τους είναι ένα κομμάτι της ζωής αλλά και της ιστορίας της κάθε πόλης. Εξάλλου οι ίδιοι χάραξαν με τα καμώματά τους, χαρούμενα ή λυπηρά, με τα αισθήματά τους και τους πόθους τους. Ανακατεμένοι-άλλοι σοβαροί, άλλοι με υπερβολικό χιούμορ, θεοσεβείς και θρησκόληπτοι, κομψοί με ιδιαίτερη προσεγμένη εμφάνιση αλλά και απεριποίητοι, ζόρικοι και πονόψυχοι-αποτελούσαν την «ευωδία» και την «ομορφιά» κάθε τόπου και μιας άλλης όμορφης, ανθρώπινης αλλά και σκληρής εποχής!