Ένα πραγματικά απίστευτο ντοκουμέντο από τη Σπιναλόγκα, με γυρίσματα πάνω στο νησί και ανάμεσα στους ασθενείς (τεράστιας σημασίας γεγονός για τα δεδομένα της εποχής όταν οι λεπροί ήταν σε απόλυτη απομόνωση), παρουσιάζουμε στη συνέχεια. Πρόκειται για ένα φιλμ 2′.21” που τράβηξε Γάλλος κινηματογραφιστής ο οποίος βρέθηκε στο νησί τον Σεπτέμβριο του 1927, κατά την επίσκεψη ενός Γάλλου Νομπελίστα γιατρού, του Charles Nicolle, ενός από τους πιο γνωστούς επιστήμονες της εποχής, πρωτοπόρου στην έρευνα για την αντιμετώπιση της νόσου. Ο Nicolle επισκέφτηκε με άλλους γιατρούς τη Σπιναλόγκα, εξέτασε και συνομίλησε με τους ασθενείς. Η επίσκεψη έγινε με την πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος χρηματοδότησε τόσο ιδιωτικά όσο και ως πρωθυπουργός τις προσπάθειες για να βελτιωθεί η ζωή των ασθενών σε συνεργασία με τον γιατρό από τη Σητεία και στη συνέχεια γερουσιαστή, Μιχαήλ Καταπότη, ο οποίος εξέδωσε και το ιστορικό περιοδικό “Μύσων”.
Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου, είτε τις περιόδους που ήταν κυβερνήτης της Ελλάδας (μέχρι το 1920, αλλά και αργότερα, από το 1928) οδήγησε πολλούς επιφανείς γιατρούς της εποχής να επισκεφτούν τη Σπιναλόγκα και να καταθέσουν τις προτάσεις τους για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και θεραπείας ή ακόμη και τη μεταστέγαση του λεπροκομείου. Ένας από αυτούς ήταν ο Γάλλος Νομπελίστας. Ο Νικόλ, διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας, είχε επισκεφτεί το νησί και συνέταξε έκθεση την οποία δημοσίευσε στη γαλλική επιθεώρηση «Illustration» ένα χρόνο αργότερα, στις 24 Νοεμβρίου 1928. Ο Νικόλ είχε μεταβεί στη Σπιναλόγκα μαζί με τον Γ. Μπλαν, διευθυντή του Ινστιτούτου Παστέρ στην Αθήνα, τον συνεργάτη του μικροβιολόγο Καμινόπετρο, τον γιατρό Ε. Περάκη, τον Μιχ. Καταπότη και άλλους.
Δείτε το μοναδικό αυτό φιλμ από τη Σπιναλόγκα, με αφορμή αυτή ακριβώς την επίσκεψη, και διαβάστε στη συνέχεια την έκθεση του Γάλλου γιατρού, που είχε δημοσιεύσει αργότερα ο Μ. Καταπότης στο περιοδικό του.
Δείτε ακόμα: Ένα μοναδικό φιλμ του 1935 από την κοινότητα των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, και τον Άγιο Νικόλαο (βίντεο)
“Οι Ενετοί στρατιώται, οι οποίοι, ωχυρωμένοι στο νησί της Σπιναλόγγας τελευταίο συντρίμμι του κράτους του Μοροζίνι, διετήρησαν εις τας ακτάς της Κρήτης έως το 1714 την σημαία της πατρίδος των, δεν θα ήτο δυνατόν να φαντασθούν βέβαια, τι περίεργοι κάτοικοι θα τους διεδέχοντο μια μέρα σʼ αυτό το νησί.
Δεν πρόκειται για τους πρώτους αντικαταστάτας των, τους Τούρκους, οι οποίοι εγκατεστάθησαν εις τα σπίτια με τα ξύλινα μπαλκόνια του μοναδικού δρόμου του νησιού και των δρομίσκων που κατηφορίζουν από το κάστρο. Από συντηρητικότητα όσο και από αδιαφορίαν δεν εξηφάνισαν από την “Ναυτική Πύλη” (Πόρτα Μαρίνου) τον εραλδικόν λέοντα, ηρκέσθησαν απλώς νʼ αφίσουν ν καταρρεύσουν οι πέτρες των οχυρωμάτων. Μόλις εξύπνησαν μια στιγμή, την εποχή της απελευθερώσεως της Κρήτης. Τέσσερις κανονιές ενίκησαν την αντίστασίν των, που ήτο πλέον ένας αναχρονισμός. Ολίγες εβδομάδες αργότερα, οι Γάλλοι εγκαθίσταντο στον Αγιον Νικόλαον της Σητείας και η “Βασιλεία των Ναυάρχων ήρχιζε”.
Η 13η Οκτωβρίου του 1904 υπήρξε δια τους μουσουλμάνους κατοίκους της Σπιναλόγκας, μια σημαντικωτάτη ημέρα. Η ελληνική αρμοστεία της Κρήτης τους εξεδίωξε από τα ενετικά ερείπια και τους αντικατέστησε με λεπρούς. Εκτοτε στο μικρό νησί δεν υπάρχουν παρά μόνον λεπροί.
Γιʼ αυτό, όταν το ατμόπλοιον περιπλέη κατά μήκος της κρητικής ακτής τον θαυμάσιο κόλπο του Μιραμπέλλο, και το βλέμμα διακρίνει το νησί με την μικρά σπονδυλική στήλη, το νησί εξακολουθεί να παρουσιάζη την όψιν ενός ωχυρωμένου κρησφυγέτου των Ενετών. Και για τον ίδιο λόγο, όταν η ατμάκατος πλησιάζη την αποβάθρα, η εξαφνική εντύπωσις την οποίαν δίδει το πλήθος που συρρέει στην προκυμαία, είνε τόσο παράξενη και καταθλιπτική.
Ανδρες, γυναίκες, παιδιά με όλα τα κοστούμια της Ελλάδος, όλα τα κτενίσματα, όλα τα είδη των καπέλλων, από το τιρμάν ως το κανοτιέ, και από το φουλάρι ως το καπέλλο με φτερά, συνωθούνται προς εκείνους οι οποίοι αποβιβάζονται. Χειρονομούν, απλώνουν τα χέρια των (τι χέρια!), μιλούν, φωνάζουν, κάτι ζητούν (με τι στόματα και τι πρόσωπα φρικτά!). Αισθάνεται κανείς ότι βλέπουν σʼ αυτούς που φθάνουν, ότι περιμένουν, σωτήρας και ότι διαμαρτύρονται στους επισκέπτας αυτούς των ολίγων ωρών για την τερατώδη ζωή των, όπου τα βλέμματά των δεν συναντούν καμμιά μορφή που να μην είνε σκαμμένη, παραμορφωμένη από την αρρώστια, κανένα μέλος το οποίον να μην έχη υποστή ή να μην υπόκειται στον πιο φρικώδη ακρωτηριασμό. Διότι το νησί έχει παρά μόνον λεπρούς κατοίκους και πίσω από τα ερειπωμένα τείχη, αιχμάλωτοι της θαλάσσης, είνε ελεύθεροι.
Ενας ιερεύς που τα νεκρά μάτια του κρύβονται δύσκολα πίσω από κάτι γυαλιά σωφέρ, νομίζεις ότι διευθύνει τον χορό των τρισαθλίων αυτών ανθρώπων που ικετεύουν.
Αλλʼ ακόμη τραγικώτερον είναι το θέαμα των δρόμων, όπου επάνω στις πέτρες των θυρών κατάκεινται οι περισσότερον ανάπηροι. Επάνω από τις ελεεινές κατοικίες, το ερειπωμένο κάστρο λες ότι ετοιμάζεται να κυλίση με όλες τις πέτρες του επάνω στον φρικτό αυτόν κόσμο.
Οσοι αποθνήσκουν δεν έχουν κανένα άλλο τόπο ταφής. Εδώ και εκεί μερικές σπιθαμές γης, όσες χρειάζονται για νʼ αναπτυχθούν μερικά άγρια κλήματα.
Σε μερικά παράθυρα βλέπει κανείς γλάστρες, βάζα με λουλούδια και ως σύντροφοι της δυστυχίας αυτής, γάτες, κότες και το ανησυχαστικόν σμήνος των ποντικών.
Ζητούν πληροφορίες. Ο νομάρχης Λασηθίου, οι Ελληνες συνάδελφοί μας, μας πληροφορούν. Στη Σπιναλόγγα υπάρχουν 260 λεπροί, 66 ανδρόγυνα, 7 παιδιά γεννημένα στο νησί και τα οποία θα προσβληθούν από λέπρα, αν δεν αποσπασθούν από τις μητέρες των. Εκτός αυτών, υπάρχουν και 6 γυναίκες άθικτες ίσως ακόμη, αι οποίαι ηκολούθησαν στην Σπιναλόγκα τους λεπρούς συζύγους των, από τους οποίους δεν ηθέλησαν νʼ αποχωρισθούν και που μόνες εργάζονται.
Πλύνουν τα εσώρουχα της μικράς κοινότητος.
Η μοίρα, η οποία έχει την τέχνη να επιδεινώνη τα βασανιστήριά της, προσθέτει εις την τραγωδία της αρρώστιας την τραγωδία της πλήξεως. Γιατί να εργασθούν οι λεπροί; Κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να εξέλθη από το νησί και κάθε λεπρός πληρώνεται 25 δραχμάς την ημέρα, εκτός των βοηθημάτων που λαμβάνει από την οικογένειά του, αν αύτη είναι εύπορος εννοείται. Τρία καταστήματα, τα οποία ανανεώνουν τα προμηθείας των δια θαλάσσης, αυστηρώς κλειδωμένα, ανοίγουν ωρισμένας ημέρας εις την προκυμαίαν και οι λεπροί αγοράζουν ό,τι χρειάζονται. Ως μόνη διασκέδασι και απασχόλησι, ελλείψει εργασίας, κυττάζουν την θάλασσα, παίζουν μερικά παιχνίδια, μερικά όργανα μουσικής. Τον περισσότερο όμως καιρό καταριούνται την τύχη τους, πίνουν, μεθούν, τσακώνονται και αγαπούν.
Στην Σπιναλόγγα δεν υπάρχει αστυνομία. Καθένας που φθάνει στο νησί, στεγάζεται όπως ημπορεί, όπου εύρει. Η δύναμις του ισχυροτέρου ή ο οίκτος προμηθεύουν τις καλλίτερες κατοικίες. Οταν γίνωνται πολύ μεγάλοι καυγάδες, τότε έρχονται από την γειτονική ακτή δύο χωροφύλακες, κλείνουν τους ταραχοποιούς για λίγα λεφτά σε μια φυλακή και ύστερας ξαναφεύγουν. Αν γίνη κανένα δυστύχημα, αν προσβληθή από καμμιά άλλη αρρώστια κανένας λεπρός, έρχεται στο νησί ιατρός.
Οταν επισκέφθημεν εμείς το νησί, δεν εγίνετο ούτε της λέπρας συστηματική νοσηλεία.
Στον τραγικό αυτόν τόπο, ενώ περπατούμε, ακολουθούμενοι, περιστοιχιζόμενοι από όλον τον απρόβλεπτον πληθυσμόν, δύο ερωτήματα προβάλλουν εις την συνείδησί μας: και αν από απροσεξίαν υπάρχη μεταξύ των εγκαθείρκτων αυτών και κανένας; Ποια θα είνε η ζωή του και πόση η απελπισία του. Αν το ξεύρη! Και μεταξύ των ελαφρότερα προσβεβλημένων (διότι αι πρώται εκδηλώσεις της λέπρας είνε ελαφραί) πόσοι δεν θεωρούν τους εαυτούς των αδίκως κλεισμένους εις το νησί, καταδικασμένους να περάσουν όλη των την ζωή εκεί μέσα!
Και φανταζόμεθα τις νύκτες στο νησί, τους τρόμους και τις επαφές της. Δεν πρόκειται περί φαντασιώσεων. Ευρήκαμε έναν άνδρα, πιθανώτατα απρόσβλητον, και μας εψιθύρισεν, ότι μια νεαρή γυναίκα ηυτοκτόνησε, μόλις προσβεβλημένη απʼ την αρρώστια, τρομαγμένη από ωρισμένας καταδιώξεις. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και επνίγηκαν για να γλυτώσουν από την φρικτή φυλακή αλλά και μερικοί κατώρθωσαν κολυμβώντας να φύγουν (τέσσαρες μέχρι σήμερον).
Είνε καιρός, προς τιμήν της Ελλάδος, ευγενούς και δραστηρίου έθνους, η οποία αξίζει την φιλίαν και την εκτίμησίν μας, να εξαλείψη το αίσχος της Σπιναλόγκας.
Πιστεύομεν, ότι θα εκλείψη. Ηδη από της εποχής της επισκέψεώς μας (Σεπτέμβριος του 1927) πολλαί πρόοδοι επραγματοποιήθησαν. Η λέπρα νοσηλεύεται και ωρισμένα παιδεία απεμακρύνθησαν.
Ενα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων βαθμιαίων, το οποίον κατήρτισα με τον κ. Γεώργιον Μπλαν, διευθυντήν του ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ, διεβιβάσθη εις τον κ. Βενιζέλον, από τον “απόστολον των λεπρών”, τον θαυμάσιον φίλον μας ιατρόν Καταπότην εκ Σητείας.
Είθε πολύ γρήγορα το φρικτό αυτό θέαμα να συγκαταλεχθή μεταξύ των άλλων θεαμάτων των βαρβάρων εποχών τα οποία ενθυμίζει, και ο κόλπος του Αιγαίου με τα γαλανά νερά να καθρεφτίση την εικόνα του ελευθερωμένου νησιού όπου μόνον τα τείχη να είνε σκλαβωμένα.
Κάρολος Νικόλ
Διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδος”