Η κίνηση των 58

Γιατί η πρωτοβουλία των Πανεπιστημιακών για επανεκκίνηση της σοσιαλδημοκρατίας, θα ευνοηθεί από την αυτό-διάλυση των πολιτικών φορέων που αυτό-προσδιορίζονται ως εκφραστές της; Μια νευροψυχολογική ανάλυση

 

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι pasparakis-man.jpg

Του Μανώλη Λ. Πασπαράκη*

 

 

Η αποκάλυψη της κρίσης ηθικών και κοινωνικών αξιών στη χώρα μας, εξαιτίας της έντονης οικονομικής κρίσης, οδηγεί, συχνά, ειδικούς και μη στην ενοχοποίηση αποκλειστικά και μόνο του πολιτικού συστήματος. Είναι έντονη, δηλαδή, η προσέγγιση της αιτιολογίας των ανωτέρω κρίσεων, διαμέσου μιας ανάλυσης που παραπέμπει σε μια τυπολογία δυϊσμού, κατά την οποία ο νους, που πάσχει, αντιστοιχεί στην πολιτική εξουσία και το σώμα, το οποίο υποφέρει εξαιτίας της δυσλειτουργίας του νου, αντιστοιχεί στην κοινωνία. Μια τέτοια ανάλυση του προβλήματος, κατά τη γνώμη μου, είναι ελλειμματική, καθώς δεν αναδεικνύει την ακριβή σχέση και αλληλεπίδραση των παραγόντων που οδηγούν, διαχρονικά, την κοινωνία μας σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Η παρούσα και οι παρόμοιες με αυτήν κρίσεις του παρελθόντος έχουν επιφέρει ως  αποτέλεσμα την, κατά καιρούς, πρόσκαιρη ικανοποίηση προσωπικών και συλλογικών συμφερόντων, τη σταδιακή πνευματική και ηθική έκπτωση της κοινωνίας, τον μη προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου παραγωγικού μοντέλου και ως εκ τούτου την αποτυχία ελέγχου της αυτοκυριαρχίας μας ως σύνολο. Αντίθετα, μια προσέγγιση που συνηγορεί υπέρ μιας μονιστικής θεώρησης του προβλήματος, πλεονεκτεί, κατά την άποψή μου, καθώς τόσο η κοινωνία μας όσο και ο πολιτικός της κόσμος δομούνται από την ίδια πρωτογενή ουσία και αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Θα προσπαθήσω να αποδείξω την ισχύ της μονιστικής προσέγγισης, αναλύοντας, αρχικά, τη συμμετοχή της κοινωνίας μας στην πρόκληση των κρίσεων και στη συνέχεια τη συμμετοχή του πολιτικού κόσμου σε αυτήν.

Βασικές κοινωνικές δομές και συμπεριφορές έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στη δημιουργία ενός μοντέλου συν-λειτουργίας της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου, με ελλειμματική απόδοση για το πραγματικό όφελος του συνόλου, όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα και οι καταστάσεις. Στη χώρα μας, οι δομικές μονάδες της κοινωνίας, όπως είναι οι οικογένειες, οι συντεχνίες, οι κομματικές ομάδες, οι εκλογικές περιφέρειες, βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό με όμοιες μονάδες, εντός ενός ευρύτερου κοινωνικού δικτύου. Κάθε δομική κοινωνική μονάδα αποσκοπεί διαχρονικά στην ευρύτερη κοινωνική επιρροή, στον έλεγχο ατόμων ή καταστάσεων και στην πρόσβαση στους υλικούς πόρους διαβίωσης και ευμάρειας. Τα μέλη των κοινωνικών αυτών δομών θεωρούν ότι αναγκαία προϋπόθεση για την ζωτικότητα της κοινότητάς τους, είναι η διατήρηση ισχυρών δεσμών μεταξύ των ιδίων, με την παράλληλη διαπλοκή αυτών στο ευρύτερο σύστημα του έθνους-κράτους. Η εκάστοτε κοινότητα εντάσσεται σε ένα διευρυμένο κύκλο υλικών και συμβολικών ανταλλαγών, απαραίτητων για τη συγκρότηση, την επιβίωση και τη διατήρηση της διαχρονικά. Το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούνται και οργανώνονται, μέσω αυτών των ανταλλαγών, βοηθά συστηματικά στην εκπλήρωση των αναγκών των μελών της ομάδας. Ο κύκλος γνωριμιών, δηλαδή, παρέχει στο άτομο-μέλος της ομάδας τη δυνατότητα επιβίωσης στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, με την παράλληλη εμπλοκή των φορέων της κεντρικής πολιτικής εξουσίας στο δίκτυο αυτό, η οποία είναι άμεση, απροκάλυπτη και αναγκαία για την επιβίωση του κάθε μέλους της ομάδας. Ο χαρακτήρας, όμως, της σχέσης που καλλιεργούν οι δομικές κοινωνικές ομάδες με την πολιτική εξουσία, ο οποίος είναι  καθαρά πελατειακός, δρα ανασταλτικά ως προς τη δυνατότητα απελευθέρωσης του ατόμου και εν τέλει αναπαράγει τις βασικές δομικές μονάδες της κοινωνίας, όπως είναι η οικογένεια, η κομματική ομάδα και άλλες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, δομείται ένας μηχανισμός, ο οποίος καλλιεργεί την ανασφάλεια και τη στάση καιροσκοπικής υποταγής σε οποιαδήποτε εξουσία. Η διατήρηση των κοινωνικών δομών και συμπεριφορών, από την πλευρά της κοινωνίας, συνεισέφερε, σε σημαντικό βαθμό, στην κατάσταση που βιώνουμε σήμερα, όπως αυτή εκδηλώνεται μετά την αποκάλυψη της οικονομικής κατάστασης του κράτους και των συνεπειών αυτής¹.

Από την άλλη πλευρά, το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, εκτός των λοιπών σοβαρών ευθυνών του, λειτουργεί με τρόπο κατάλληλο, ώστε να ικανοποιείται συστηματικά η ασυνείδητη πλευρά της ψυχολογίας των μαζών, εκείνη των παρορμήσεων. Τη βασική ευθύνη σε αυτό φέρει ο πολιτικός φορέας που κυβέρνησε επί σειρά ετών, μετά τη μεταπολίτευση, ο οποίος προέτεινε έναν διαφορετικό τρόπο διακυβέρνησης σε σχέση με τον συντηρητισμό του παρελθόντος. Ήταν χαρακτηριστική η μεθόδευση της χρήσης χαρακτηριστικής συνθηματολογίας, όταν το εδώ και τώρα, προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίον τα ανθρώπινα ένστικτα αναζητούν, στο χώρο και στο χρόνο, να ικανοποιηθούν. Ήταν χαρακτηριστική η επιβράβευση της ανάγκης για κάλυψη του ασυνείδητου των μαζών, όταν επικρατούσε το δόγμα της ελάσσονος προσπάθειας με στόχο το μέγιστο αποτέλεσμα, το μέγιστο προσωπικό όφελος. Δόγμα το οποίο οδήγησε στην ισοπέδωση βασικών κοινωνικών αξιών, καθώς και της κοινωνικής ιεραρχίας, καθιστώντας αποδεκτή την κάθε αντικοινωνική συμπεριφορά. Το άτομο το οποίο είχε καταβάλει κάθε έντιμη προσπάθεια και είχε αποδείξει τις ικανότητές του εξισωνόταν ή εν τέλει υποβιβαζόταν σε σχέση με το άτομο το οποίο δεν είχε τις ίδιες ικανότητες, στο ίδιο πεδίο δράσης, ήταν όμως πιστός στρατιώτης του πολιτικού φορέα διακυβέρνησης ή ευνοημένος του συστήματος το οποίο ο φορέας αυτός αναπαρήγαγε. Ο πνευματικά καλλιεργημένος, ο πτυχιούχος με περγαμηνές, ο οποίος φέρει ευθύνη για την πνευματική καθοδήγηση της κοινωνίας, με σκοπό την πρόοδο και την εξέλιξή της, εξισωνόταν με το άτομο το οποίο δεν είχε καταβάλλει καμία προσπάθεια στον ίδιο χώρο, δεν είχε αποδείξει ικανότητες, είχε, όμως, την κομματική ταυτότητα που τον οδηγούσε στην νομή και κατοχή πλούτου, επιρροών και εξουσίας. Η ισοπέδωση μάλιστα αυτή εκδηλωνόταν απροκάλυπτα, με κάθε είδους αντικοινωνική συμπεριφορά, από την πλευρά των ευνοημένων του συστήματος έναντι των ατόμων που είχαν και την ικανότητα και την ευθύνη να κατευθύνουν την πορεία της εξέλιξης μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Με βάσει τα ανωτέρω, τουλάχιστον κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες,  τόσο η δομή και η λειτουργία της κοινωνίας, όσο και το ίδιο το πολιτικό σύστημα, έχουν συνεισφέρει στην αναπαραγωγή ενός φαύλου κύκλου στον οποίο είναι διακριτή η αμφίδρομη πορεία θετικής ανατροφοδότησης. Δεδομένων των οικονομικών, των πολιτικών συνθηκών και της εποπτείας της λειτουργία του κράτους από εξωτερικούς παράγοντες, η αποδοτικότητα του μηχανισμού αυτού παρουσιάζεται μειωμένη. Βρίσκεται, όμως, σε μια λανθάνουσα κατάσταση, η οποία, στο προσεχές μέλλον, πιθανότατα, θα ανακτήσει την αποδοτικότητα του παρελθόντος, εάν η εφαρμογή μιας νέας σοβαρής πρότασης για το μέλλον της κοινωνίας μας δεν ευοδωθεί.

Σε αντίθεση με το δίκτυο κοινωνίας-πολιτικής εξουσίας της ελληνικής κοινωνίας, τα νευρωνικά δίκτυα του ανθρώπινου εγκεφάλου (τα κυκλώματα διασυνδεδεμένων νευρώνων), κατέχουν συγκεκριμένη οργάνωση, σχέσεις αλληλεξάρτησης και ιεραρχία, συνεισφέροντας στη δόμηση συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη διαμερισματοποίηση και την κατανομή λειτουργιών (Εικόνα 1). Η ιεραρχία, μάλιστα, των δομών του εγκεφάλου αντανακλά την εξέλιξή του είδους μας στην πορεία του χρόνου και χαρακτηρίζεται από την αρμονική σύμπραξη του εξελικτικά νεότερου τμήματος (νεοφλοιού), υπεύθυνου για τις ανώτερες γνωστικές λειτουργίες, καθώς και για την επεξεργασία των κοινωνικών μας συναισθημάτων, με το τμήμα της βάσης του εγκεφάλου (το μεταιχμιακό σύστημα), υπεύθυνου για τον βασικό έλεγχο της συναισθηματικής επεξεργασίας των καταστάσεων και ως εκ τούτου για την επιβίωσή μας.

 

Πασπαράκης εικόνα 1

Εικόνα1. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Χαρακτηρίζεται από διαμερισματοποίηση και κατανομή λειτουργιών.

 

 Πασπαράκης εικόνα 2

 

Εικόνα 2. Η αναλογία των νευρωνικών (αριστερά) και των κοινωνικών δικτύων (δεξιά).

 

Δεδομένης της αναλογίας των νευρωνικών δικτύων του ανθρώπινου εγκεφάλου με τα κοινωνικά δίκτυα της συλλογικής ζωής (Εικόνα 2), είναι δυνατόν να υποθέσουμε πως ένα πολιτικό σύστημα που αρμόζει στη φύση μας είναι εκείνο το οποίο υποστηρίζει την  ιεραρχική οργάνωση, τον συμβιβασμό και την αλληλεγγύη των κοινωνικών ομάδων. Είναι το πολιτικό σύστημα που ευνοεί τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, την υποστήριξη του κράτους δικαίου και τις συνθήκες εργασιακής ειρήνης και συνεργασίας. Είναι η πολιτική πρόταση που έχει ως σκοπό την αύξηση του γενικού επιπέδου της ευημερίας, όταν η παραγόμενη υπεραξία κατανέμεται με εύλογο τρόπο στους παραγωγικούς συντελεστές, δηλαδή την επιχειρηματικότητα, την εργασία και το κεφάλαιο. Είναι η πολιτική θέση που συνήθως προσδιορίζεται με τον όρο σοσιαλδημοκρατία.

Στην παρούσα χρονική περίοδο, της κρίσης και της σύγχυσης, η κοινωνία μας καλείται να εξετάσει με προσοχή, την κάθε νέα πρόταση προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, όπως το ίδιο καλείται να πράξει με κάθε νέα και υπεύθυνη πρόταση του οποιουδήποτε δημοκρατικού ιδεολογικού χώρου.

Η πρωτοβουλία για επανεκκίνηση της σοσιαλδημοκρατίας αποκτά ενδιαφέρον, όταν σε αυτήν συμμετέχουν Πανεπιστημιακοί καθηγητές, καθώς σημαίνει πως οι ίδιοι ανταποκρίνονται στην ευθύνη που τους αναλογεί για την καθοδήγηση της κοινωνίας μας.

Κατά την άποψή μου, η επιτυχία της εφαρμογής μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, εξαρτάται εν πολλοίς, από δύο βασικά εξελικτικά στάδια: α) Την άμεση διάλυση των πολιτικών φορέων, οι οποίοι εν δυνάμει θα μπορούσαν να συμπράξουν σε μια συμβιωτική πορεία, κατά τα πρότυπα του Ιταλικού παραδείγματος της δεκαετίας του ΄90. Διάλυση, η οποία θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με πρωτοβουλία των ίδιων των πολιτικών φορέων και β) Τη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού φορέα, ο οποίος θα παρουσιάζει τις αρχές τις σοσιαλδημοκρατίας με απλό και σαφή τρόπο και θα έχει ως σκοπό την υποστήριξη της ατομικής ελευθερίας, την εξασφάλιση των ίσων ευκαιριών με αξιοκρατικά κριτήρια και τη διασφάλιση του σεβασμού της εξελικτικής ικανότητας του ατόμου. Ένας πολιτικός φορέας, ο οποίος θα στοχεύει στην ουσιαστική ρήξη με το παρελθόν των αντίστοιχων φορέων που είτε καλλιέργησαν την ικανοποίηση της ψυχολογίας των μαζών είτε τη σύγχυση, όταν η ανάγκη της συγκυρίας επιζητούσε άμεσες λύσεις και συγκεκριμένες προτάσεις. Τούτο σημαίνει πως τα μέλη της ηγετικής ομάδας και τα στελέχη του θα πρέπει να έχουν αποδείξει ικανότητες, εμπειρία και ήθος, μέσω της προσωπικής τους πορείας. Ένας ενιαίος πολιτικός φορέας, ο οποίος θα μπορεί και θα στοχεύει, στον ουσιαστικό διάλογο και στη συνεργασία με το σύνολο των ιδεολογικών ρευμάτων, με σκοπό το όφελος του συνόλου της κοινωνίας.

Στο σημείο αυτό τίθεται το εξής ερώτημα: Γιατί είναι προτιμότερη μια τέτοια εξελικτική πορεία, ώστε η πρωτοβουλία να αυξήσει τις πιθανότητες εφαρμογής της;

Θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω, βασιζόμενος σε δεδομένα και συμπεράσματα, της σύγχρονης νευροψυχολογίας, των νευροεπιστημών, καθώς και της ψυχαναλυτικής προσέγγισης.

Στον ανθρώπινο εγκέφαλο δύο είναι τα νευρωνικά συστήματα που συνεισφέρουν στην λήψη αποφάσεων, κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με προβλήματα τα οποία σχετίζονται με την κοινωνική μας ζωή, όπως είναι τα προβλήματα ηθικής τάξεως ή τα διλήμματα που αφορούν στην εξέλιξη της κοινωνίας μας μέσω των πολιτικών μας επιλογών. Τα συστήματα αυτά, όπως προκύπτει από την έρευνα της νευροβιολογίας και της νευροψυχολογίας, είναι τα ακόλουθα:

α) Το γνωσιακό σύστημα (δηλαδή το σύστημα της συλλογιστικής μας σκέψης), βάσει του οποίου κάθε πρόβλημα αναλύεται με όρους κόστους-οφέλους και δεν λειτουργεί με αυτοματισμό, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την επίλυση κοινωνικών ζητημάτων ή ζητημάτων ηθικής τάξεως.

β) Ένα δεύτερο σύστημα το οποίο βασίζεται στις συγκινήσεις και τα συναισθήματα. Το σύστημα αυτό το κληρονομήσαμε απ’ τους οργανισμούς που προηγήθηκαν σε σχέση με εμάς, κατά την εξέλιξη των ειδών, λειτουργεί με αυτοματισμό και ενεργοποιείται σε περιπτώσεις ηθικής βλάβης ή υφιστάμενης αδικίας.

Τα συστήματα αυτά βρίσκονται σε συνέργεια μεταξύ τους. Το γνωσιακό σύστημα αναλύει τις ενδεχόμενες επιλογές μας με όρους κόστους-οφέλους και το σύστημα των συγκινήσεων εστιάζει στην κατάλληλη επιλογή-λαμβάνοντας την τελική απόφαση- βάσει των βιωμάτων και της συσσωρευμένης εμπειρίας, δηλαδή της μνήμης μας.

Ο ανθρώπινος νους, με άλλα λόγια, αντιμετωπίζει μη συνειδητά και με αυτόματο τρόπο, μια σειρά διαφορετικών προβλημάτων, στη σφαίρα της προσωπικής και κοινωνικής ζωής. Η κριτική μας, σε θέματα ηθικής και αισθητικής προκύπτει με τον ίδιο αυτοματισμό. Το ίδιο συμβαίνει, σε μεγάλο βαθμό, στον τομέα των πολιτικών μας επιλογών. Η αποδοχή ή η αποστροφή μας ως προς μία πολιτική πρόταση, εκφράζεται πηγαία και εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το συναίσθημα. Είναι, μάλιστα, σημαντικό να εστιάσουμε σε ένα επιπλέον σημείο: ο τρόπος αντίληψης του καθενός από εμάς σε θέματα του συλλογικού βίου επηρεάζει την κριτική ικανότητα  των άλλων μελών της κοινωνίας μας.

Οι πολιτικοί φορείς που εκπροσώπησαν και εκπροσωπούν, ως έναν βαθμό, τη σοσιαλδημοκρατία στη χώρα μας, μετά την μεταπολίτευση,  συνδέονται, στη συλλογική μνήμη της κοινωνίας, με τη λήψη πολιτικών αποφάσεων που οδήγησαν στην οικονομική χρεοκοπία, στην κοινωνική κρίση και πόλωση. Συνδέονται με τη μνήμη της ικανοποίησης της ασυνείδητης πλευράς της ατομικής και μαζικής ψυχολογίας, με την ισοπέδωση, με την αντίδραση και την αντικοινωνική συμπεριφορά. Συνδέονται με επαναλαμβανόμενα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής, με πολιτικές προσώπων και σύμβολα που πλέον προκαλούν αποστροφή. Συνδέονται με τη συγχυτική στάση στα πράγματα, δίχως καλά προσδιοριζόμενο πολιτικό λόγο, παρά τη συμπάθεια που προκαλούν τα πρόσωπα, σε ορισμένες περιπτώσεις. Συνδέονται εν τέλει με την ψυχολογική κατάπτωση του συνόλου της κοινωνίας, καθώς και με την αβεβαιότητα για το μέλλον, δηλαδή με ένα σύνολο αρνητικών συναισθημάτων και συνδέσεων.

Οι τελευταίες, άλλωστε, εκλογικές αναμετρήσεις αποδεικνύουν την πορεία φθοράς των συγκεκριμένων πολιτικών φορέων, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις είναι έντονη. Δεδομένης της διάχυσης της τάσης αποστροφής σε όλο και μεγαλύτερα ποσοστά της κοινωνίας ως προς την κοινοβουλευτική παρουσία αυτών των φορέων, είναι, κατά τη γνώμη μου αυξημένες οι πιθανότητες μείωσης της εκλογικής τους δύναμης, γεγονός που ίσως οδηγήσει στο προσεχές μέλλον κάποιους ή το σύνολο των φορέων αυτών σε αποκλεισμό από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

Η αυτό-διάλυση των πολιτικών φορέων που αποτελούν ή/και απετέλεσαν κυβερνητικούς εταίρους του πλειοψηφούντος κόμματος στη Βουλή, θα αναστείλει σημαντικά τον συναισθηματικό παρεμποδισμό της κοινωνίας ως προς την πρωτοβουλία των Πανεπιστημιακών. Η αναστολή του συναισθηματικού παρεμποδισμού θα οδηγήσει εν τέλει σε εστίαση της προσοχής ενός σημαντικού ποσοστού της κοινωνίας επί της προτάσεως. Βασιζόμενος στην Φροϋδική προσέγγιση, εκτιμώ πως η κοινωνία, μετά την αυτό-διάλυση των προαναφερθέντων πολιτικών φορέων, θα αξιολογήσει την επιλογή αυτή ως μία απλή, εύστοχη και ουσιαστική κίνηση για το μέλλον και την προοπτική της, καθώς σε περιόδους κρίσης και σύγχυσης, η κοινωνία στρέφεται προς τις πολιτικές και τους ηγέτες, που αποδεικνύουν πως με ένα απλό δόγμα, με αποφασιστικές κινήσεις, μπορούν να δείχνουν κατανόηση στις οδύνες της. Με βάσει την ίδια προσέγγιση, η επιλογή της αυτοδιάλυσης θα ικανοποιήσει τις φαντασιώσεις βίας ακόμα και των πιο πολιτισμένων ανθρώπων, καθώς θα σημαίνει πως οι πολιτικοί φορείς στρέφουν τη βία που υποκρύπτει η φαντασίωση της κοινωνίας στους ιδίους, ως συμβολική πράξη ρήξης με το παρελθόν τους, το οποίο είτε οδήγησε στην κάθε είδους χρεοκοπία, είτε δεν μπόρεσε να οδηγήσει σε μια ουσιαστική και ωφέλιμη πρόταση.

Στην Ιταλία της δεκαετίας του ΄90, υπήρξε η γέννεση μιας παρόμοιας πρωτοβουλίας, με την υπό εξέταση, στο παρόν κείμενο, με καθοδηγητή Πανεπιστημιακό καθηγητή. Είχε σαν σκοπό τη δημιουργία μιας σύμπραξης ευρέου φάσματος ιδεών, κινημάτων και προσώπων, στην προσπάθεια αναγέννησης του πολιτικού συστήματος, έπειτα από την αποκάλυψη του σκανδάλου της tangentopoli, βάσει του οποίου αποδεικνυόταν άμεση συνέργεια του έως τότε πολιτικού συστήματος με ένα ιδιόμορφο κύκλωμα διαπλοκής. Η σύμπραξη αυτή, προσώπων και ιδεών, οδήγησε έπειτα από μία δεκαετία στη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού φορέα. Στη χώρα μας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας, τα οικονομικά δεδομένα της παρούσας ιστορικής περιόδου, καθώς και τα δεδομένα της κοινωνικής ψυχολογίας του παρόντος και να τα συσχετίσουμε με την πρωτοβουλία των Πανεπιστημιακών. Αποτελούμε ένα ανθρωπολογικό παράδειγμα, το οποίο, τη δεδομένη στιγμή, παρά τις ομοιότητες, διαφέρει σε πολλά με το Ιταλικό παράδειγμα. Η άμεση αυτό-διάλυση των πολιτικών φορέων που δέχθηκαν το κάλεσμα των Πανεπιστημιακών, θα μεταβάλλει δραστικά τις στρατηγικές σε επίπεδο πολιτικό και ο αιφνιδιασμός που θα προκαλούσε στις πολιτικές χειρισμού της ψυχολογίας του συνόλου, μέσω της πρόκλησης φόβου ή των πολυσυλλεκτικών συγχυτικών θέσεων, θα οδηγούσε σε σημαντικές και ωφέλιμες για την πολιτική ζωή εξελίξεις.

 

¹Η ανάλυση βασίστηκε στο ανθρωπολογικό παράδειγμα της κοινωνίας βεντέτας της ορεινής κεντρικής Κρήτης (Τσαντηρόπουλος, 2004), ως προς το οποίο ο υπογράφων, βρίσκει ομοιότητες σε σύγκριση με το παράδειγμα της νεότερης ελληνικής κοινωνίας (αναφορικά με τη δομή και τη λειτουργία της).

 

* Ο Μανώλης Λ. Πασπαράκης είναι Ιατρός (Πανεπιστήμιο της Μπολώνια, Ιταλία), μέλος του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου, κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης «Εγκέφαλος και Νους» (Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης), Υποψήφιος Διδάκτορας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί