Του Λουκά Δ. Παπαδάκη
Αύγουστος του 2005. Πρώτη μου μέρα στο Αρχείο τής Βικελαίας, πρώτη σε οποιοδήποτε Αρχείο. Τα μάτια τού διευθυντή Ανδρέα Σαββάκη καρφώνονταν κάθε λίγο αυστηρά πάνω μου. Την επομένη ήταν άλλος άνθρωπος. Ποιος ξέρει τι τον έκανε να με εμπιστευτεί τόσο γρήγορα, άλλωστε δεν είχε δει ακόμη κάτι δικό μου τυπωμένο. Και την ημέρα που τον αποχαιρετούσα, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για το επόμενο καλοκαίρι, σαν να τον βάραινε η αρχική συμπεριφορά του, φρόντισε να με κατατοπίσει για την ευθύνη τού αρχειοφύλακα.
Γρήγορα γίναμε φίλοι, απαίτησε μάλιστα ν’ αφήσω τους πληθυντικούς. Του είπα την λόγω αγωγής δυσκολία μου, μου απάντησε: «Την ίδια δυσκολία είχα και εγώ με τον Μενέλαο τον Παρλαμά. Ακόμη χειρότερα, τον είχα δάσκαλο. Κάποτε με πιάνει άγρια: “Όλο κύριε και κύριε. Σταμάτα το πια αυτό. Το ξέρεις πως μας αποξενώνεις;”».
Γίναμε φίλοι, κυρίως όμως έγινε ένας ακόμη δάσκαλός μου. Ανοίγω τα κιτάπια μου, ακούω τη φωνή του: «Μιλώντας μπαίνεις στη διαδικασία να σκέφτεσαι, να ταξιδεύεις, να προχωρείς με τον μίτο του. Είναι ο τρόπος να βρίσκεις λύσεις και τότε συνειδητοποιείς τα δικά σου ζητήματα, που δεν είναι ανεξάρτητα από τις ανάγκες σου».
Κάποια άλλη φορά μού μίλησε για την Αγία Εκκλησία: «Καλό κ’ αγαθό το κυρίαρχο στοιχείο της αρχαιοελληνικής σκέψης. Ειδικά στην Μικρά Ασία, όπου οργανώθηκε ο χριστιανισμός, η ρωμαϊκή ζωή εμπνεύστηκε από τον αρχαιοελληνικό κόσμο, αλλά με διαφορές. Η Δύση πήρε τον Αριστοτέλη και τον εξειδίκευσε και τον παραμόρφωσε. Ο κόσμος του Σωκράτη είναι πιο καθολικός, πιο οικουμενικός. Η δημοκρατία είναι μια αξία τής Δύσης. Η δημοκρατία είναι το άλλοθι, όταν τα κάνουν μπάχαλο οι άνθρωποι».
Τον άκουγα να μιλεί και υπέθεσα πως δεν μπορεί, σε κάποιο βιβλίο θα είχε κρατήσει τις σκέψεις του. Μειδίασε, δεν γράφω τίποτα, μου είπε. Όπως και ο μακαρίτης φίλος μου Μιχάλης Μανιός, όπως οι αληθινά μεγάλοι άνθρωποι. Δεν είναι πως περιφρονούν τον γραπτό λόγο, ίσα-ίσα, ούτε και πως διστάζουν γι’ αυτό που χάνεται κατά τη μεταφορά στο χαρτί. Με μια του κουβέντα ο Ανδρέας δεν με είχε κάνει να πάψω να ανησυχώ για τις ογκώδεις διαστάσεις, που έπαιρνε το βιβλίο μου για τον Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη; «Πάντα να θυμάσαι ότι αξίζουν αυτά που γράφεις». Αλλά οι ίδιοι δεν γράφουν και δεν μου εξηγούν. Νομίζω πως είναι που θεωρούν, και έχουν δίκιο, τον προφορικό λόγο πιο κοντά στην πράξη.
Με όλα αυτά που είχε ζήσει, με όλους τους ανθρώπους που τον περιτριγύριζαν, ο Ανδρέας ήταν σεμνός. Απέφευγε να συζητά για τη ζωή του, τους αγώνες του. Φαίνεται πως είμαι από τους ελάχιστους που ανοίχτηκε, αυτό το λίγο που μίλησε.
Αριστερός, φυλακισμένος επί τέσσερα και μισό χρόνια από τη Χούντα, με βασανιστήρια, εξαιτίας των οποίων επλήγη ανηκέστως η υγεία του. Όταν πριν από μερικά χρόνια τού ανέφερα ότι διάβασα το αφιέρωμα της “Ελευθεροτυπίας” για τους φυλακισμένους από τη δικτατορία και βρήκα τη φωτογραφία του από κείνη την εποχή, με έκοψε: «Τι θέλεις τώρα και ασχολείσαι. Αυτά είναι περασμένα-ξεχασμένα». Κι ύστερα από μικρή διακοπή, γελώντας: «Δεν ήμουν ωραίος νέος;».
Διαβάζω τη διήγηση του Δημήτρη Ξυριτάκη (Η αντίσταση του Ηρακλείου την πρώτη ημέρα τής χούντας): «…Φυσικά δεν θα ησυχάσουν και μετά την αποφυλάκισή τους θα συνεχίσουν τον αγώνα τους. Ο Ανδρέας Σαββάκης θα μεταφέρει τη δράση του στην Αθήνα όπου μαζί με άλλους Ηρακλειώτες φοιτητές (Νίκο Γιανναδάκη, Νικηφόρο Σταματάκη, Κώστα Γιούργο, Λάλια Γιούργου) θα ενταχθούν στο ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟ, μια από τις πιο σημαντικές αντιστασιακές οργανώσεις, οπωσδήποτε δε την πιο σημαντική στο χώρο της νεολαίας. Και η οργάνωση όμως αυτή θα εξαρθρωθεί σύντομα τον Απρίλιο του 1968 και τα προαναφερόμενα μέλη της μαζί με άλλους έλληνες φοιτητές αφού υποστούν φοβερά βασανιστήρια από την ΕΣΑ θα προφυλακισθούν και θα παραπεμφθούν στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, που με την με αριθμό 772/23-11-1968 απόφασή του θα τους καταδικάσει σε πολυετείς καθείρξεις, 20 περίπου ετών τον καθένα…»
Μου μίλησε χωρίς πάθος για τα βασανιστήρια στην ΕΣΑ. Από τότε απέκτησε προβλήματα με την καρδιά, από κλοτσιά με μπότα έχασε το ένα νεφρό. Η φάλαγγα και εφτά μέρες απομόνωσης με 4-5 εκατοστά νερού στο πάτωμα του χάρισαν ευαισθησία στα πόδια και την πλάτη.
Συχνά πυκνά αναφερόταν στον Νίκο Γιανναδάκη, ήταν καλύτερα κι από αδέρφια. Μαζί στον αντιδικτατορικό αγώνα, μαζί στη φυλακή, τη Μεταπολίτευση άνοιξαν οι δυο τους για λίγο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα. «Δεν κάναμε για επιχειρηματίες».
Ύστερα ο Γιανναδάκης γύρισε στο Ηράκλειο και έγινε έφορος της Βικελαίας και η ψυχή τού «Παλίμψηστον». Συγκέντρωσε γύρω του Γ. Π. Σαββίδη, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Μενέλαο Παρλαμά, Ζήσιμο Λορεντζάτο, Ι. Θ. Κακριδή, Στυλιανό Αλεξίου. Πήρε τότε κοντά του στη Βικελαία και τον παιδικό του φίλο και συναγωνιστή, τον Ανδρέα Σαββάκη. «Μου έδωσε δουλειά να ζήσω. Αν δεν ήταν ο Νίκος, θα πέθαινα. Είχα ξεκινήσει να κάνω τον γεωργό, τι ήξερα από ελιές κι από αμπέλια;», μου είπε κάποια μέρα. Αγιοσύνη.
Το 2011 μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να γράψω μια επιστολή στήριξης της Βικελαίας: «Είναι πλήρης η απαξίωση της Βιβλιοθήκης. Οι εκδόσεις έχουν μειωθεί κατά 90% και οι εκδηλώσεις 100%. Η Βικελαία δεν είναι αυτό που ήταν, αυτό που περπάτησε ο Γιανναδάκης. Το έργο του γκρεμίζουν. Από τον θάνατό του δεν έχουν διορίσει έφορο, εδώ και σχεδόν χρόνο δεν έχομε πολιτικό προϊστάμενο, η Βικελαία δεν εκπροσωπείται στο Δημοτικό Συμβούλιο». Σκέπτομαι ότι είναι το μόνο πράγμα που μου ζήτησε όλα αυτά τα χρόνια.
Έγραψα. Χάρηκε κι έκανε το παράπονό του: Τόσοι και τόσοι, που ωφελήθηκαν από τη Βικελαία, ακόμη και βιβλία τούς εκδώσαμε, σιώπησαν. Τον ενημέρωσα για κάποιο μεγαλοδημοσιογράφο των Αθηνών, που, ενώ μου υποσχέθηκε ότι θα προβάλει το θέμα, έκανε πίσω. Με συμβούλεψε: «Δεν το περίμενες; Αυτός είναι ο κόσμος. Έκανες ό,τι έκανες, μην ασχολείσαι άλλο. Ξέρεις τι έλεγε ο Πυθαγόρας στους μαθητές του; Όταν βλέπετε το κακό να επελαύνει, κάνετε στην άκρη και αφήστε το να περάσει. Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι για τούτο. Όταν περάσει, ας μιλήσετε πάλι».
Πάνω σε μια συζήτηση, που είχαμε κείνο τον καιρό, έγραψα ένα ποίημα, που του το αφιέρωσα, και το έδωσα στο “Παλίμψηστον”. Δεν ήθελε, μου το είπε όχι χωρίς δυσκολία, δεν ήθελε να λένε οι άλλοι. Επέμεινα, αλλά όταν το προγραμμάτισαν για το μεθεπόμενο τεύχος, το απέσυρα και το έδωσα στο ‘Εμβόλιμον” του Γιώργου Χ. Θεοχάρη. Ανακουφίστηκε. Οπότε, όταν πριν από κάνα δυο χρόνια τού είπα ότι σκόπευα να γράψω κάτι γι’ αυτόν στο παρόν μέσο, περίμενα να έχει τις αντιρρήσεις του.
Δεν μου τις έφερε. Αντιθέτως μου είπε να ζητήσω από τη Στεφανία Τερζάκη της Βικελαίας να μου στείλει με email ένα κείμενο, που είχε γράψει και δημοσιεύσει στην “Καθημερινή” ο Νίκος Ξυδάκης στις 23 Μαΐου 1998 και υπό τον τίτλο «Βλασταίνουν ακόμη άνθρωποι»:
«…Περπατάς στη μέσα Ελλάδα ομιχλιασμένος. (…) Και ξάφνου, πίσω από μαλάματα και ακριβά ουίσκι, ανακαλύπτεις κάτι ανθρώπους αλλιώτικους. Δεν ξέρω πώς να τους περιγράψω. Παλιοκαιρίσιους ή μελλοντικούς; Εκτός του κόσμου τούτου; Άστρα παράδοξα;
»Έχω κατά νου μια παραδειγματική περίπτωση ανθρώπου, για τον οποίο έχουν γραφτεί πολλά, ιδίως μετά τον πρόσφατο θάνατό του. Τον Νίκο Γιανναδάκη, έφορο της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου. Τον άνθρωπο δεν τον γνώρισα προσωπικά. Τον γνώρισα από τα γραψίματα και τις ομιλίες άλλων. Γνώρισα άρα το καθρέφτισμα του προσώπου του στα πρόσωπα των άλλων – που είναι όλοι φίλοι του. Δηλαδή τον αγαπούν, τον τιμούν και τον σέβονται. Κυρίως όμως τον αγαπούν. (…)
»Ο Γιανναδάκης μαζί με άλλους ευάριθμους ομοίους του (να, ο Ανδρέας Σαββάκης λ.χ., αφανής εργάτης της Βικελαίας, στήνει ολόκληρη έκθεση με τα πορτρέτα του Φαγιούμ και κανείς δεν σκέφτεται ότι αυτός είναι ο φυσικός συνεχιστής του φίλου του Γιανναδάκη στη Βιβλιοθήκη), αποδεικνύει ότι, ναι, υπάρχουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι, που κάνουν έργα διαρκή, «ακερδή», ψυχωφέλιμα, που πεταρίζουν υπομονετικά σαν μέλισσες και σώζουν την ψυχή ολόκληρης κοινωνίας.
»Μπορεί και να τους αφήνουν, αυτούς τους λίγους «γιανναδάκηδες», να μοχθούν, για να προβάλλουν σαν άλλοθι την ευτελή αδράνεια των πολλών. Αυτό που βλέπω όμως, τώρα πρόχειρα, είναι ότι ολόκληρη η κοινωνία προχωρεί και αναπνέει χάρη σε αυτούς τους ολίγους «γιανναδάκηδες», τους ταμένους, τους κοσμοκαλόγερους, που χορταίνουν με τον καλό λόγο των λίγων γενναιόδωρων και την αγάπη των φίλων. (…) Οι λίγοι αυτοί «τρελοί» ζυγίζουν χρυσάφι. Οι λίγοι αυτοί σηκώνουν στον ώμο τους όλους εμάς, τους άλλους. (…) Περπατάς στη μέσα Ελλάδα και ελπίζεις. Βλασταίνουν ακόμη άνθρωποι».
Αυτά για τούτη την ώρα, που έφτασε όχι για σένα, αλλά για εμάς, τους φίλους σου. Καλό παράδεισο, Ανδρέα. Καλή αντάμωση.