“Κι αν θα μου πάρουν τη φωνή θ’ αφήσω τον καημό μου”

Πανελλήνια είναι η συγκίνηση για τον θάνατο του Μάνου Ελευθερίου, που πέθανε το πρωί της Κυριακής σε ηλικία 80 ετών. Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος, Μάνος Ελευθερίου είχε πρόσφατα αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα υγείας, το ξεπέρασε αλλά τα ξημερώματα απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς.

Την Τρίτη 24 Ιουλίου, στις 12 το μεσημέρι, θα τελεστεί στο Α’  Νεκροταφείο Αθηνών η πολιτική κηδεία του.

Εις μνήμην του δημοσιεύουμε 10 από τα καταπληκτικά του ποιήματα, που έχουν μελοποιηθεί

Αυτοί που θά `ρθουν μια βραδιά – 1976

Αυτοί που θά `ρθουν μια βραδιά
θα βρουν τα δάκρυά μας
πληγές θα βρούνε και καπνό
και στάχτη τη χαρά μας.

Κι αν θα μου πάρουν τη φωνή
θ’ αφήσω τον καημό μου
κι αν γίνει ξένος ο καημός
θ’ αφήσω τ’ όνειρό μου.

Κι αν πάρουν και τα χρόνια μου
στο αίμα μου θα μείνουν
κι αν γίνει το αίμα μου νερό
πουλάκια θα το πίνουν.

 

Νίκος Πλουμπίδης – 1977 

Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς.

Σαν ψίχουλα είναι τούτα τα στιχάκια,
από συμπόσια και ξενύχτια ποιητών,
τα ψυθιρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ,
τα ψυθιρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ.

Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά, λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.

Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά, λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά.

Σε τούτη την πατρίδα τι γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς.

 

Μήπως ζούμε σ΄ άλλη χώρα – 1991

Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα
και δεν το γνωρίζουμε
και με φως και με αγέρα
τις αγάπες χτίζουμε;
Κάτι τέτοιο θα συμβαίνει
και δε γονατίζουμε.

Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα
που δε φανταζόμαστε;
Μήπως είμαστε παγώνια
και δεν το σκεφτόμαστε;
Κάτι ασφαλώς συμβαίνει
και αλλιώς φαινόμαστε.

Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα
κι όλα μας τα χάσαμε
κι έτσι εξηγείται τώρα
στο μηδέν που φτάσαμε;
Κάτι πρέπει να συμβαίνει
που δεν εξετάσαμε.

 

Για ποια Ιθάκη μου μιλάς (2017)

Για ποιάν Ιθάκη και ποιο τέρμα μου μιλάς.
Ό,τι ονειρεύτηκες ποτέ δεν το πουλάς.
Για ό,τι αγωνίστηκες θα το `βρεις στα χαλάσματα.
Καινούργιος κόσμος θα `ναι μόνο τα φαντάσματα.

Πέτρες θα τρώμε και θα ζούμε σε σπηλιές.
Δε θα υπάρχουνε πουλιά, μήτε φωλιές.
Θα υπάρχει μόνο μοναξιά, τρομοκρατία
και μια Ιθάκη βουλιαγμένη πολιτεία.

Θα ζεις με τέρατα, με ψάρια και ναυάγια,
Και μιας θρησκείας τους ανθρώπους της για σφάγια.
Δε θα υπάρχει μήτε φως, μήτε σκοτάδι.
Αυτός ο κόσμος θα `ναι ίδιος με τον Άδη.

Ετοιμαζόταν από χρόνια το Κακό.
Κανείς δεν είδε κάτι το σημαδιακό.
Όσοι μιλούσανε σωστά τους κοροϊδεύανε.
Γίνανε στόχος των ληστών. Τους σημαδεύανε.

Κι εσύ μιλάς για μιαν Ιθάκη ουτοπία.
Κουφέτα γάμου, τα γαλάζια της τοπία.

Για την Ιθάκη έχει γράψει κι ο Καβάφης.
Εσύ τι θέλεις τους μπελάδες για να γράφεις.
Άστον Αυτόν, εκεί που ζει μαρμαρωμένος.
Για Επανάσταση μιλάς αν είσαι ξένος.
Γιατί Επανάσταση είν’ η Ιθάκη που ζητάς.
Για όσα χάρισες και πήρες και χρωστάς.

 

Η μπαλάντα των φονιάδων – 2017

Μια νύχτα σκοτεινή
που κλαίγαν οι βοριάδες
εβγήκαν τρεις φονιάδες.
Να βρουν την αφορμή
και να πληρώσει ο φταίχτης
για το κακό της Πέμπτης.

Τους βγήκε ρετσινιά
πως σπάσανε μια θύρα
και δέσανε μια χήρα.
Και χάθηκαν λεφτά
που φύλαγε στο στρώμα
με την ψυχή στο στόμα.

Και πήραν τον παπά,
το δάσκαλο το Φώτη
-του Κόσμου τα Διότι-
και μπρος στο ιερό
γονατιστοί μπροστά τους
λεν τα πατερημά τους.

Και βάζουνε γραφιά
το διάκο να συντάξει
το “Πρακτικό” με τάξη.
Πως έφταιξε ο βοριάς
που φύσηξε τη νύχτα
και πήρε τόσα σπίτια.

Λοιπόν, εις το εξής
να πάψουν οι χαφιέδες
μέσα στους καφενέδες.
Και μη συκοφαντεί
ως ο καθένας βλέπει
φονιάδες καθώς πρέπει.

 

Αυτός ο τόπος (1980)

Αυτός ο τόπος που μας ματώνει
κι αυτός ο αέρας που μας φαρμακώνει,
με μια σημαία μάς έχει ντύσει
μιας ξένης χώρας που έχει χρόνια σβήσει.

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δε μας θέλει ακόμα.

Ποιος είμαι κι ήρθα
χωρίς ελπίδα
με μια πατρίδα
σαν την νυχτερίδα
και κυματίζω σαν μια σημαία
μπροστά στην Κίρκη
και στον Οδυσσέα;

Αυτός ο τόπος που έχει ανοίξει
βαθειά πηγάδια και πικρά να πνίξει,
αυτός ο τόπος, αυτό το χώμα
και πεθαμένους δε μας θέλει ακόμα.

 

Εμείς οι άλλοι – 1993

Εμείς οι άλλοι, εμείς οι άλλοι
μες στ’ αδιέξοδα μετράμε τις αιτίες
τα ξημερώματα στις άδειες τις πλατείες.
Την ευτυχία που πληρώνεται ζητάμε,
γι’ αυτό στις ύποπτες σκιές μόνο μιλάμε,
εμείς οι άλλοι, εμείς οι άλλοι.

Εμείς οι άλλοι που ξεχωρίζουμε
εμείς οι άλλοι που πάντα ελπίζουμε
εμείς οι πέρα από κάθε όριο
εμείς οι άλλοι, το περιθώριο.

Εμείς οι άλλοι, εμείς οι άλλοι,
από τα πάθη μιας ζωής κυνηγημένοι
κι από τα λάθη μιας στιγμής σημαδεμένοι.
Θύματα πάντα μιας μεγάλης νοσταλγίας
με την ελπίδα εισιτήριο διαρκείας,
εμείς οι άλλοι, εμείς οι άλλοι.

Δυο κόσμοι – 1999

Δυο κόσμους έχω μέσα μου
που με πονούν και τους πονώ,
δυο κόσμους μοιρασμένους.
Τον έναν κρύβω στην καρδιά
γιατί τον άλλον φανερά
τον έχω για τους ξένους.

Ο κόσμος που εγώ τον ζω
είν’ η ζωή μου και το φως
κι άνθρωπος δεν τον ξέρει.
Κι αυτόν που κρύβω στους πολλούς
είν’ ένας κόσμος για τρελούς
που αρέσει και συμφέρει.

Δυο κόσμους έχτισα πικρούς
να ζω στους άσωτους καιρούς
σα δίδυμη χαρά μου.
Κοινός ο ένας, γενικώς,
κι ο άλλος να `ναι μυστικός
που κρύβει τα όνειρά μου.

 

Ο λόγος ο στερνός – 1976

Τ’ αγιάζι μου τρυπάει τα μάτια
θά `ναι δε θά `ναι τέσσερις το πρωί
καρφώνουν οι φονιάδες την αυγή.
Μα ποιος μιλάει για δάκρυα;

Ο Λόγος ο στερνός θά `ναι πουλί νεκρό στο χώμα
θά `ναι η φωνή μας τρένο που έχει φύγει
τις ώρες που ξυπνούν οι τραυματίες δίχως μάτια
κι είναι τα όπλα πιο τυφλά στα χαρακώματα.

Να ξέρεις. Να ξέρεις. Να ξέρεις.
«Εγώ οδηγώ μεσ’ στη θλιμμένη χώρα».

 

Ο Ποιητής – 1974 

Δεν είσαι συ το αίμα της φωτιάς
εσύ π’ ανοίγεις την πληγή με το μαχαίρι την αυγή

Ο Ποιητής είναι παράθυρο ανοιχτό στην εξουσία των καιρών
κι έχει τη μνήμη των νεκρών.

Μιλάει τη γλώσσα του Θεού με τη φωνή του κεραυνού.
Μιλάει τη γλώσσα του Θεού κι έχει τα μάτια του παντού.

Δεν είσαι εσύ αυτός που με κρατά με δυο μαχαίρια σταυρωτά
κι έχει στους ώμους του πουλιά

Ο Ποιητής φοράει τον ήλιο στα μαλλιά
κι ανήκει χώρια καθενός θάλασσα είναι κι ουρανός.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί